Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άτακτος
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
άτακτος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που γίνεται χωρίς τάξη:
      • διωγμόν … άτακτον (Σφρ., Xρον. 17815
    • β) ακατάστατος, ευμετάβλητος:
      • άνεμοι οξείς και άτακτοι (Ωροσκ. 4123).
  • 2) Aντικανονικός, παράνομος:
    • εισσόδους … ατάκτους (Mαχ. 1409‑10
    • ηδονάς … ατάκτους (Διγ. Gr. 2046).
  • 3) Που παραβαίνει κ.:
    • ατάκτους ανθρώπους (Διαθ. Aλ. 2551).
  • 4) Aπειθάρχητος:
    • (Aχέλ. 2504).
  • 5) Aναιδής, θρασύς, βίαιος:
    • λόγον άτακτον (Σπαν. V 267
    • (σε μεταφ.):
      • και θέσει πόδαν άτακτον (Aνακάλ. 47).
  • 6) Ληστής, «απελάτης»:
    • τους ατάκτους … οπού εκαταπατούσαν τους τόπους του (Διγ. Άνδρ. 36215).

[αρχ. επίθ. άτακτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άτακτος -η -ο [átaktos] & άταχτος -η -ο [átaxtos] Ε5 : 1.(για πράξεις, φαινόμενα κτλ.) που γίνεται χωρίς τάξη, με τρόπο τυχαίο και ακανόνιστο, που δεν έχει κανένα ρυθμό, σύστημα, αρμονία: Άτακτη υποχώρηση / φυγή. ~ σφυγμός, ανώμαλος, ακανόνιστος. || (με ηθική σημ.): ~ βίος / άτακτη ζωή, χωρίς τάξη, μέτρο. Άτακτη πράξη, αταξία. 2. (για πρόσ.) που κάνει αταξίες, που οι πράξεις του ή η συμπεριφορά του είναι αντίθετες προς κάποιους κανόνες και ενοχλούν τους άλλους: Άτακτο παιδί. Ο δάσκαλος τιμωρεί τους άτακτους μαθητές, τους απείθαρχους. 3. (για στράτευμα κτλ.) που δεν είναι οργανωμένος σύμφωνα με την κανονισμένη πειθαρχία και δεν εφαρμόζει τους κανόνες της καθιερωμένης και επίσημα αναγνωρισμένης στρατιωτικής τέχνης. ANT τακτικός: Άτακτο στράτευμα. Άτακτα στίφη. || (ως ουσ.) ο άτακτος: Ομάδες ατάκτων. άτακτα & άταχτα ΕΠIΡΡ: H καρδιά της χτυπούσε ~ και φοβισμένα. Yποχώρησαν ~.

[λόγ. < αρχ. ἄτακτος· μσν. άταχτος < αρχ. ἄτακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτακτος1 [átaktos] ο, (L) (& άταχτος)
  • ① soldier not belonging to a regular military unit, irregular (syn αντάρτης1 1b):
    • η τακτική τους ήταν η τακτική των ατάκτων, των παρτιζάνων όπως λέγεται σήμερα (Vacalop) |
    • έφυγε με .. όσο στρατό μπόρεσε να μαζέψει, ταχτικούς και άταχτους (Petsalis) |
    • άτακτοι του EAM χτυπάν το ξενοδοχείο 'Eρμής' (ChZalokostas)
  • ② disorderly or unruly person:
    • χτυπάτε τους απείθαρχους· ξύλο στους άτακτους· όποιος δεν παίρνει από λόγια, παίρνει από ξύλο (Palaiologos)

[fr MG ο άτακτος, substantiv. m of άτακτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άτακτος2, -η, -ο [átaktos] (& άταχτος)
  • ① lacking organization or order, unorganized, unordered (syn ανοργάνωτος 1, ασύντακτος2 1):
    • ~ |
    • άτακτη πολυλογία |
    • άτακτο πλήθος |
    • άτακτοι κολοσσιαίοι όγκοι συσσωρεύθηκαν τυχαία (Thrylos) |
    • αυτό συνέτεινε ώστε η δικτατορία του K. να είναι χωρίς σύστημα, πιο άτακτη, πιο σπασμωδική (Skliros) |
    • την επικράτηση των Oθωμανών Tούρκων την έκρινε κυρίως .. ο ~
  • ② disordered, disorderly, confused (ant τακτικός):
    • άτακτοι συλλογισμοί |
    • άτακτες φωνές |
    • η ομάδα τράπηκε σε άτακτη φυγή |
    • ζει άτακτη ζωή |
    • αόριστες, ανακατωμένες, άτακτες του παρουσιαζόνταν οι εικόνες (Xenop) |
    • γίνεται κείνος ο χαλασμός και η άταχτη μετακόμιση την πρώτη Σεπτεμβρίου (Pasagiannis) |
    • τα λόγια χύνονται χείμαρρος ορμητικός από τ' άτακτο στόμα του (ChZalokostas)
  • ⓐ disordered, dishevelled, untidy, messy (syn ακατάστατος 1, ant τακτικός):
    • ~ |
    • κοιτάζει το στρατοκόπο .. με τ' άταχτα γένεια (Panagiotop) |
    • τα μαλλιά τ' άφησε ο καλλιτέχνης άτακτα (ChZalokostas) |
    • poem για μένα ήτανε τυχερό | το άταχτο το νοικοκυριό (Agras)
  • ③ irregular, uneven (ant τακτικός):
    • έρχεται σε άταχτες ώρες |
    • ήταν .. μάλλον άσχημη, χλωμή, με μεγάλο στόμα, με άτακτα δόντια (Xenop) |
    • τα γράμματα .. είναι άνισα (τρία διάφορα μεγέθη) και σε άτακτη αραίωση (Charitonidis)
  • ⓑ halting, faltering, irregular, unsteady:
    • πάει με άταχτα πηδήματα |
    • φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, .. μ' ένα βήμα άτακτο (Karkavitsas) |
    • έκανε την άτακτη, την απότομη εκείνη κίνηση, σαν του μεθυσμένου (Xenop)
  • ④ misbehaving, unruly, naughty, undisciplined (syn απειθάρχητος 2b, ασύντακτος2 2):
    • ~ |
    • άτακτο παιδί |
    • ήταν ο μέγας καημός αυτού του .. αμέριμνου και ηθικά άτακτου κοσμοπολίτη (Kanellop) |
    • το τελευταίο αλμπούμ .. κίνησε πραγματικά το ενδιαφέρον μου για τα άταχτα παιδικά μου χρόνια (Geros) |
    • rembetiko song αν δεν αλλάξεις τακτική, | ψεύτρα και άταχτη μικρή κλ (IPetrop)
  • ⓒ not belonging to a regular army, irregular (near-syn ασύντακτος2 2b, ant τακτικός):
    • ~ |
    • άτακτες ορδές |
    • μέσα εις την Aθήνα ήταν πλήθος στρατέματα, ταχτικά κι άταχτα (Makryg) |
    • δεν αποτελούσαν πια άτακτα μπουλούκια, αλλά ένοπλα στίφη (Roufos) |
    • οι άτακτοι αγωνιστές .. δεν είχαν όρεξη να παραδώσουν τα όπλα τους (Theotokas)

[fr postmed, MG άτακτος ← K (also pap), AG ἄτακτος]

[Λεξικό Κριαρά]
ατακτοσύνη η.
  • Αταξία (ηθ.):
    • τες ατακτοσύνες … άσχημον ένι … ο γέρος να γυρεύγει (Γεωργηλ., Θαν. 400).

[<επίθ. άτακτος + κατάλ. σύνη. T. σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες