Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσπλαγχνος, επίθ.· άσπλαχνος.
-
- Σκληρόκαρδος, ανελέητος, άκαρδος:
- (Bέλθ. 109).
[αρχ. επίθ. άσπλαγχνος. O τ. και σήμ.]
- Σκληρόκαρδος, ανελέητος, άκαρδος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ασπλαγχνοσύνη η.
-
- Έλλειψη οίκτου, σκληρότητα:
- (Xούμνου, Kοσμογ. 866).
[<επίθ. άσπλαγχνος + κατάλ. ‑σύνη]
- Έλλειψη οίκτου, σκληρότητα: