Παράλληλη αναζήτηση
39 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άσκημ‑, ασκημ‑,
- βλ. άσχημ‑, ασχημ‑.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκημάδα η [askimáδa] & ασχημάδα η [as
imáδa] Ο26 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ασχήμια ή ασχημία. [μσν. ασχημάδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < άσχημ(ος) -άδα· λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασκημάδι το [askimáδi] Ο44 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ελάττωμα.
[άσκημ(ος) -άδι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκημένος, -η, -o [asciménos] (L)
- ① exercized, plied, practiced:
- τα θεωρούσαν σα μια πάρεργη απασχόληση, ασκημένη στο περιθώριο (Sachinis)
- ⓐ exercized, applied, exerted:
- την ικανότητα να αισθάνεται και να πράττει .. αποκτάει ο άνθρωπος μόνο ύστερ' από επιδράσεις και υποκινήσεις ασκημένες επάνω του από την κοινωνία (Despotop)
- ② trained, skilled, experienced (syn έμπειρος, εξασκημένος, επιδέξιος, πεπειραμένος):
- ~γλύπτης, χορευτής |
- ασκημένο αφτί, μάτι, πνεύμα |
- ασκημένο βοηθητικό προσωπικό |
- φιλοσοφικά ~ νους |
- για τον ασκημένο φίλο της τέχνης τέχνη δύσκολη δεν υπάρχει (Seferis) |
- κι ο πιο ~ αναγνώστης έρχεται .. αντιμέτωπος μ' ένα υλικό πυκνό κι αδιαπέραστο (Sinop) |
- ο τεχνίτης μας ήταν αρχάριος στις εικονικές συνθέσεις, ενώ αντίθετα πολύ ~ στη διακοσμητική (Tas. Christidis) |
- poem σέρνει ασκημένα δάχτυλα 'πα στα χρυσά τα τέλια (Avgeris)
- ⓑ well-developed, keen, acute (syn αναπτυγμένος2 4, καλλιεργημένος, οξύς):
- ασκημένο αίσθημα της ισορροπίας |
- περιγράφει .. με την ασκημένη παρατηρητικότητά του την ειδυλλιακή .. ζωή της πολιτείας (Sachinis)
- ③ disciplined, self-controlled, trained in asceticism:
- τα αποφθέγματα των Πατέρων, λίγα λόγια που είπαν στην έρημο οι πιο ασκημένοι αναχωρητές (Papantoniou) |
- ο δαίμονας αγωνίζεται να λυγίσει και τις πιο αδάμαστες ψυχές και τις πιο ασκημένες (Bastias)
[ppp of ασκώ; cf ησκημένος]
- ① exercized, plied, practiced:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκήμια s. ασχήμια.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκημίζω s. ασχημίζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκήμισμα s. ασχήμισμα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκημο- s. ασχημο-.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασκηνοθέτητος, -η, -ο [ascinoθétitos] (L)
- not produced on stage, not staged (ant σκηνοθετημένος):
- ασκηνοθέτητο θεατρικό έργο
[fr kath (neol) ασκηνοθέτητος, cpd w. *σκηνοθετητός (: σκηνοθετώ)]
- not produced on stage, not staged (ant σκηνοθετημένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσκηση η [áskisi] Ο33 : 1α.σύνολο προγραμματισμένων, συνήθ. τυποποιημένων και επαναλαμβανόμενων κινήσεων ή δραστηριοτήτων που έχουν σκοπό την ανάπτυξη σωματικών ή πνευματικών ικανοτήτων: Γυμναστικές ασκήσεις. Tο κολύμπι / η ορειβασία είναι καλή σωματική ~. Πνευματικές ασκήσεις, αινίγματα, σταυρόλεξα κτλ. Tο πιάνο θέλει πολλή ~. Kάνω ~ στα γαλλικά. ~ προσοχής / μνήμης. ~ της υπομονής. β. πρακτική εφαρμογή μιας θεωρητικής διδασκαλίας: Aσκήσεις ορθογραφίας / προφοράς. Γραμματικές / γλωσσικές ασκήσεις. Έλυσε ένα πρόβλημα και τρεις ασκήσεις. γ. (στρατ.) μορφή πρακτικής εκπαίδευσης των στρατιωτικών που σκοπεύει στην προετοιμασία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους: Aσκήσεις πυκνής τάξης / μάχης. Aσκήσεις ακριβείας. || οργανωμένη εκπαίδευση στρατιωτικών μονάδων σε συνθήκες πολέμου· γυμνάσια: Στρατιωτικές / ναυτικές ασκήσεις. Διακλαδική* ~. δ. θεληματική στέρηση υλικών απολαύσεων, ασκητικός τρόπος ζωής. 2. συστηματική, επαγγελματική κυρίως απασχόληση με κτ.: H ~ της ιατρικής / της δικηγορίας / του επαγγέλματος του γιατρού / του δικηγόρου. || (Δικηγορική) ~, υποχρεωτική θητεία πτυχιούχου νομικής σε δικηγορικό γραφείο, ύστερα από την οποία επιτρέπεται να λάβει μέρος στις εξετάσεις για την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος. 3. χρήση κάποιου δικαιώματος ή εκτέλεση κάποιας υποχρέωσης: ~ ποινικής δίωξης / έφεσης / εκλογικού δικαιώματος. Ο αστυνομικός τραυματίστηκε κατά την ~ των καθηκόντων του. H ~ καλόπιστης κριτικής είναι δεκτή. || για κτ. που επιβάλλεται σε κπ. άμεσα ή έμμεσα: ~ βίας / επιρροής.
[λόγ.: 1α, γ, δ: αρχ. ἄσκη(σις) -ση· 1β, 2: σημδ. γαλλ. exercice· 3: κατά τη σημ. της λ. ασκώ3]