Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άσθμα
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άσθμα το [ásθma] Ο49 : (ιατρ.) πάθηση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς δύσπνοιας και επίμονου βήχα: Bρογχικό / αλλεργικό / καρδιακό ~.

[λόγ. < αρχ. pσθμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσθμα [ásθma] το, (L) (& D άσμα) med
  • asthma:
    • υποφέρει από ~ |
    • φουμάρει τσιγάρα για το άσμα |
    • ήταν πια κατάκοιτος και τον τυραννούσε το ~(Plaskovitis) |
    • η πρώτη κόρη του δούκα .. πέθανε στα χέρια του από ~ (Louros)

[fr kath άσθμα ← postmed (Somavera), MG ← K, AG ἂσθμα (Iliad) 'short breath, panting']

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασθμαίνω [asθméno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) λαχανιάζω, συνήθ. για κπ. που τρέχει ή βιάζεται για να προλάβει κτ.: Έφτασε ασθμαίνοντας.

[λόγ. < αρχ. ἀσθμαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθμαίνω [asθméno] ipf άσθμαινα
  • ① fall short of breath, pant, puff, gasp (syn αγκομαχώ 1, ασκομαχώ, κοντανασαίνω, λαχανιάζω):
    • ανεβαίνει, ιδρωκοπά, στέκει, τρέχει ασθμαίνοντας |
    • περνάει ένα μικρό τοπικό τρένο ασθμαίνοντας κωμικά (Ouranis) |
    • ο ταύρος, που στο αναμεταξύ είχε χάσει αρκετό αίμα, άσθμαινε δυνατά (id.) |
    • poem .. ασθμαίνουν | στις τροπικές τις λάβρες του καλοκαιριού κλ (Papatsonis)
  • ② fig η επιστήμη ασθμαίνει ακολουθώντας τα ίχνη των θεών (Athanasiadis-N):
    • [οι Aλεξαντρινοί] ασθμαίνουν κάτω από τη δεσποτεία του ενός και μόνου θέματος (Chatzinis) |
    • προχωρεί με πήδους Tιτάνα από έννοια σε έννοια, .. τόσο που .. ασθμαίνεις για να τον παρακολουθήσεις (Papatsonis)

[fr kath ασθμαίνω ← K, AG, der of ἂσθμα (Iliad)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθμαίνων, -ουσα, -ον [asθménon] (L)
  • ① panting, gasping, falling short of breath (syn λαχανιάζοντας, λαχανιασμένος):
    • στην αρένα δεν έβλεπε κανείς πια παρά τα πτώματα των ξεκοιλιασμένων αλόγων και τον ασθμαίνοντα ταύρο (Ouranis) |
    • γυρίζω πίσω ασθμαίνουσα για την παράσταση, τους βρίσκω όλους εκεί (Stratou) |
    • μια ασθμαίνουσα ικανοποίηση κυριαρχούσε παντού (ASchinas)
  • ② fig fast-moving, breathless, breathtaking, frantic:
    • η ασθμαίνουσα εποχή μας |
    • στο κέντρο της κατάκοπης, ασθμαίνουσας πολιτείας μπορείς ν' ακούσεις τον αληθινό παλμό της ζωής (Chatzinis, adapted)

[fr kath ασθμαίνων ← AG, prp of ἀσθμαίνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθματικά [asθmatiká] adv (L)
  • w. short or labored breath, asthmatically (near-syn αξανάσαστα 1, λαχανιαστά):
    • ο άλλος, που ανάπνεε ~ |
    • ~ κρατούσανε το ίσο τα πολυβόλα (LAkritas)

[der of ασθματικός2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασθματικός -ή -ό [asθmatikós] Ε1 : α.που έχει σχέση με το άσθμα: ~ βήχας. Aσθματική βρογχίτιδα. Παθαίνει ασθματικές κρίσεις. β. που πάσχει από άσθμα, συνήθ. ως ουσ. ο ασθματικός.

[λόγ. < ελνστ. ἀσθματικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθματικός1 [asθmatikós] ο, (L)
  • asthmatic:
    • το χημικό αυτό κατακρατεί τη σκόνη και τη γύρη στους πνεύμονες των ασθματικών |
    • όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδος, νοιώθω έντονη τη στέρηση του κυνηγιού |
    • έτσι όπως ένας ~ αισθάνεται, στην κρίση του, την έλλειψη αέρα (Ouranis)

[fr kath ασθματικός, substantiv. m of ασθματικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθματικός2, -ή, -ό [asθmatikós] (L) (& D ασματικός)
  • ① caused by or suffering fr asthma, asthmatic:
    • ασθματικό στήθος |
    • χρονία ασθματική βρογχίτιδα |
    • ανακάλυψαν τη μοριακή δομή της τοξίνης που προκαλεί την ασθματική πνευμονική ανεπάρκεια |
    • ασθματικοί γέροι .. με σφυριγμό στους βρόγχους ανεβαίνουν την κοπιαστική σκάλα του υπουργείου (Papantoniou)
  • ② panting, short-breathed, wheezy (near-syn λαχανιαστός):
    • δυο ασθματικές λέξεις βγαίναν από τα τρεμάμενα χείλια του (Karagatsis) |
    • μιλούσε σιγανά μα γρήγορα, με φωνή ασθματική (id.) |
    • διάσχιζε ~ το τούνελ του διαδρόμου (Koumantareas)
  • ③ fig fastmoving, brisk (near-syn λαχανιαστός, πυρετώδης):
    • ασθματική αφήγηση |
    • ασθματικό ύφος |
    • ο ~ ρυθμός της ζωής |
    • δουλεύει με ασθματικό τρόπο |
    • τα γρανάζια τους μούγκριζαν με ασθματικούς σπασπούς, μα δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν (TAthanasiadis) |
    • μια δύναμη .. φούσκωνε κι άδειαζε μέσα μου με παλμό γρήγορο, ασθματικό (Manglis)

[fr postmed (Somavera) ασθματικός ← MG, LK, der of άσθμα (stem ασθματ-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθματολόγος [asθmatolόγos] ο, η, (L) med
  • specialist in diagnosis and treatment of asthma

[fr kath (neol) ασθματολόγος, cpd of άσθμα (stem ασθματο-) & combin form -λόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες