Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσβεστος η [ázvestos] Ο36 : (λόγ.) ασβέστης.
[λόγ. < ελνστ. ἄσβεστος, αρχ. σημ.: `άσβηστος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- άσβεστος η.
-
- Λευκή «γη» που προέρχεται από την πυράκτωση ασβεστολίθων:
- η άσβεστος έτοιμος γέγονεν (Δούκ. 3012).
[μτγν. ουσ. άσβεστος]
- Λευκή «γη» που προέρχεται από την πυράκτωση ασβεστολίθων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άσβεστος -η -ο [ázvestos] Ε5 : 1.(λόγ.) που δε σβήνει ποτέ: Στους τάφους των ηρώων καίει άσβεστη λυχνία. 2. (μτφ.) για βαθύ συναίσθημα που διατηρείται πάντοτε έντονο: Στην ψυχή του διατηρούσε άσβεστη την πίστη / άσβεστο μίσος / άσβεστη δίψα για γνώση. Στα μάτια του έκαιγε μια άσβεστη φλόγα.
[λόγ. < αρχ. ἄσβεστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσβεστος1 [ázvestos] η, (L) chem
- lime, calcium oxide (syn in ασβέστη)
[fr kath άσβεστος ← MG, K, substantiv. f of άσβεστος (sc τίτανος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσβεστος2, -η, -ο [ázvestos] (L) & region.
- ① unextinguished, inextinguishable (syn άσβηστος 1):
- άσβεστη φλόγα |
- άσβεστο φως |
- κράτησε μ' έξαλλο ενθουσιασμό τον άσβεστο πυρσό της ελευθερίας (Tarsouli) |
- η μνήμη του .. περιβάλλεται μέρα τη μέρα με άσβεστη φωτοβολή (Andronikos) |
- poem μονάχα σε ψηλό βουνό άσβεστη ακόμα μένει | μια χρυσοκόκκινη φωτιά κλ (Athanas)
- ② unerasable, indelible, ineffaceable (syn ανεξίτηλος 2, αξέγραφτος, άσβηστος 2):
- οι στίχοι του O.E. χαράχτηκαν σε άσβεστη μεμβράνη |
- να αντικρύσουμε τα κέντρα αυτά σαν κάποια άσβεστη μαρτυρία της πνευματικής αιωνιότητας (NAthanasiadis) |
- λέξεις .. γραμμένες με χρυσά γράμματα, που τυπώθηκαν άσβεστα στη μνήμη του (Chourmouziadis)
- ③ fig unquenchable, irrepressible, ineradicable (syn ακατάσβεστος 2, άσβηστος 3, ασίγαστος):
- ~έρωτας, πόθος |
- άσβεστη δίψα, στοργή, φιλοδοξία |
- άσβεστες ελπίδες |
- άσβεστο μίσος, πάθος |
- άσβεστη αγάπη της ελευθερίας |
- κρατά άσβεστη την προσωπική του ανεξαρτησία (Kazantz) |
- ζητούν να ικανοποιήσουν μιαν άσβεστη, φιλόμαθη περιέργεια (Delmouzos) |
- η μάζα στην ύπαιθρο έχει άσβεστη τάση ν' ανορθωθεί (ChZalokostas)
[fr kath άσβεστος ← PatrG ← K (also pap), AG; cf άσβηστος]
- ① unextinguished, inextinguishable (syn άσβηστος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασβεστόσκονη [azvestóskoni] η,
- limestone dust:
- poem δε θέλω σάβανό μου ~| δε θέλω για στεφάνι μ' αραχνιάσματα (Palam)
[cpd w. σκόνη]
- limestone dust: