Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρχω
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρχω [árxo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) κυβερνώ. || (μπε., ως ουσ.) οι αρχόμενοι, ο λαός, σε αντιδιαστολή προς τους άρχοντες.

[λόγ. < αρχ. ἄρχω, μπε. οἱ ἀρχόμενοι]

[Λεξικό Κριαρά]
άρχω· αόρ. άρχησα· μτχ. αρχομένος.
  • I. (Eνεργ.) είμαι αρχηγός, εξουσιάζω:
    • (Σφρ., Xρον. 1604), (Aλεξ. 2438
    • (με σύστ. αντικ.) ασκώ την εξουσία:
      • άρχε καλώς την αρχήν σου (Σφρ., Xρον. 982).
  • II. (Mέσ.) αρχίζω:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 25).
  • H μτχ. ενεστ. αρχόμενοι ως ουσ. = υπήκοοι:
    • (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1054).
  • H μτχ. ενεστ. άρχουσα ως ουσ. = η αρχόντισσα:
    • ην ιδείν … ανδραποδισμούς των ευγενών αρχουσών (Ψευδο-Σφρ. 43028).

[αρχ. άρχω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αρχώ.
  • Κάνω αρχή, αρχίζω:
    • αρχεί κυρά και λέγει (Θησ. (Foll.) I 23).

[<αόρ. του αρχίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρχω [árxo] (L)
  • have sovereignty over, be in command, rule (near-syn διοικώ, εξουσιάζω, κυβερνώ):
    • με τον άντρα τυπικά μόνο ηγέτη η γυναίκα άρχει στον οίκο της |
    • ο N. άρχει πάντα, όμως δεν διοικεί πια (Ouranis) |
    • η τάξη, που άρχει κάθε φορά, θέλει .. να κοντρολάρει τη γνώση (Glinos) |
    • οι πολλοί στο δημοκρατικό πολίτευμα άρχουν για το κοινό συμφέρον (Prevelakis)

[fr kath άρχω ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
άρχων ο· άρχοντας.
  • 1) Ηγεμόνας, κυβερνήτης:
    • (Βεν. 83), (Προδρ. IV 267).
  • 2) Αρχηγός:
    • (Σφρ., Χρον. 1882
    • έκφρ. ο άρχων του κακού = ο διάβολος:
      • (Αχέλ. 1270).
  • 3)
    • α) Ευγενής, προύχοντας:
      • οχτρευτήκανε οι ποπολάροι με τους άρχοντας (Σουμμ., Ρεμπελ. 169
    • β) σημαίνουσα προσωπικότητα:
      • (Φαλιέρ., Ρίμ. 198 κριτ. υπ).
  • 4)
    • α) Αξιωματούχος:
      • (Διήγ. Βελ. χ 287
    • β) αξιωματούχος, ευγενής ακόλουθος:
      • Ο Αλέξαντρος εγύρισε προς τους άρχοντές του (Διήγ. Αλ. V 85).
  • 5) Πλούσιος:
    • κληρικούς και άρχοντες και επτωχούς (Συναδ. φ. 22v).
  • 6) Ιδιοκτήτης, κύριος:
    • ο άρχων του πραγμάτου (Ασσίζ. 767).
  • 7) (Προσφών.):
    • Σταθείτε, πάντες άρχοντες (Νεκρ. βασιλ. 1).
  • 8) (Με λ. που σημαίνουν αξίωμα) τιμητικός χαρακτηρισμός:
    • Άρχον αποκρισιάριε (Σφρ., Χρον. 10415).

[αρχ. ουσ. άρχων. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρχων -ουσα -ον [árxon] Ε12 : κυρίως στο άρχουσα τάξη, η πολιτικά και οικονομικά κυρίαρχη τάξη.

[λόγ. < αρχ. ἄρχων μεε. του ἄρχω]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρχων1 [árxon] ο, (L)
  • ① ruler, sovereign (syn in άρχοντας 1a):
    • ανώτατος ~head of state |
    • [το κοινό] είναι ο παντοδύναμος ~ του κινηματογράφου (Venezis) |
    • ο ~ της Φλορεντίας Cosimo dei Medici ίδρυσε την πλατωνική ακαδημία (Theodorakop) |
    • περνά .. σε λεπτομερέστερη ανάπτυξη των καθηκόντων .. του ατόμου και του άρχοντος (Tatakis)
  • ② anc hist magistrate, official, archon (syn άρχοντας 2):
    • η Nεάπολις γίνεται μέλος της δεύτερης αθηναϊκής συμμαχίας, όταν ~στην Aθήνα είναι ο Nαυσίνικος (DLazaridis) |
    • [ο Πόντιος Πιλάτος] ήταν Pωμαίος ~· έπρεπε να πιστεύει στη ρωμαϊκή κοσμοκρατορία (Stasinop)

[fr kath άρχων ← postmed, MG (Prodr etc) ← PatrG, K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρχων2, -ουσα, -ον [árxon] (L)
  • ① ruling, governing (syn ιθύνων):
    • άρχουσα τάξη ruling (social) class |
    • αν την θέλαμε [την Eλλάδα] πολιτικώς άρχουσα δύναμη, .. τότε θα ήταν ανεδαφική η πρόθεσή μας (Tsatsos) |
    • η γραπτή γλώσσα ήτανε γλώσσα των μορφωμένων, δηλαδή μιας μειονότητας, άρχουσας όμως (Peponis, adapted)
  • ② prevailing, prevalent, predominant (syn επικρατών):
    • η άρχουσα γνώμη the prevailing opinion |
    • άρχουσα επίδραση predominant influence |
    • η μεταφυσική αυτή του Aριστοτέλους ήταν η άρχουσα στη Δύση (Theodorakop) |
    • στο ιδανικό τούτο δίνει την άρχουσα θέση (Chourmozios) |
    • επί εκατόν πενήντα χρόνια τώρα ~τόνος είναι ο ρομαντικός (Tsatsos)

[fr kath άρχων, prp of άρχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες