Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άρτιος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
Άρτιος ο.
  • O κάτοικος της Άρτας:
    • (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. Παράρτ. 3625).

[<τοπων. Άρτα + κατάλ. ιος]

[Λεξικό Κριαρά]
άρτιος, επίθ.
  • Ολοκληρωμένος, τέλειος:
    • άρτιος … ο του Θεού άνθρωπος (Μάξιμ. Καλλιουπ., Πρόλ. (Legr.) 365).

[αρχ. επίθ. άρτιος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άρτιος -α -ο [ártios] Ε6 : 1.που δεν του λείπει κανένα από τα στοιχεία του· πλήρης. ANT ελλιπής: Άρτια συγκρότηση / μόρφωση / μελέτη. Δέχτηκαν συγχαρητήρια για την άρτια οργάνωση της εκδήλωσης. || Άρτιο οικόπεδο. || (ως ουσ.) το άρτιο, η αρτιότητα, η πληρότητα: Tο άρτιο της προετοιμασίας οδήγησε στην επιτυχία της διοργάνωσης. (έκφρ.) στο άρτιο, πλήρως, στο ακέραιο: Εξόφληση χρέους στο άρτιο. 2. (μαθημ.) ~ αριθμός, που διαιρείται ακριβώς διά του δύο· ζυγός. ANT περιττός: Οι αριθμοί 2, 4, 6, 8 είναι άρτιοι. 3. (ως ουσ., οικον.) το άρτιο: α. η ονομαστική αξία κινητών αγαθών και ιδίως χρηματιστηριακών τίτλων: Πώληση μετοχών υπέρ / υπό το άρτιο. Διάθεση νομισμάτων / τίτλων στο άρτιο, στην αξία που είχαν, όταν εκδόθηκαν. β. η περιεκτικότητα ή η κάλυψη ενός νομίσματος σε πολύτιμο μέταλλο: Aμφισβητείται το άρτιο του νομίσματος μετά την υποτίμησή του. άρτια ΕΠIΡΡ στη σημ. 1.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἄρτιος· 3: σημδ. γαλλ. pair]

[Λεξικό Γεωργακά]
άρτιος, -α (& -ία), -ο, [ártios] (L)
  • ① proper, perfect, complete, whole (near-syn σωστός, τέλειος):
    • ~άνθρωπος, λόγος, οπλισμός, ορισμός, πολιτισμός |
    • άρτια αφήγηση, έκδοση, λειτουργία, οργάνωση, παράσταση, τεχνική |
    • άρτια απόλαυση, γνώση, ιδεολογία, σύλληψη |
    • αρτία άρθρωση, υπηρεσία |
    • άρτιο, μουσείο, μυθιστόρημα, παίξιμο, σύνολο, σύστημα |
    • ~ εφοδιασμός των ενόπλων δυνάμεων |
    • άρτια εκτέλεση της εργασίας |
    • άρτια δημοτική γλώσσα |
    • άρτια στατιστική υπηρεσία |
    • άρτιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα |
    • θα καταρτίσει το γεύμα της άρτιο και σε θρεπτικές ουσίες και σε θερμίδες (Saratsis) |
    • ζούσαν με την περηφάνεια της άρτιας δουλειάς των χεριών τους (Theotokas) |
    • ανάγκασε τους Iσπανούς, βλέποντας την αρτιότατη έκφρασή τους, να προσαρμοστούν με την ουσία της ράτσας τους (Kazantz) |
    • επεξεργάστηκε το πρότυπό του .. για να το καταστήσει σκηνικά αρτιότερο (Dimaras) |
    • poem .. επαίρονταν που είχε δεχθεί επάνω του | την άρτιαν εμορφιά για μερικά λεπτά (Kavafis)
  • ② math even (syn ζυγός, ant μονός, L περιττός):
    • άρτιοι είναι οι αριθμοί που διαιρούνται με τον δύο (Papanoutsos)

[fr kath άρτιος ← PatrG, K, AG ἄρτιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες