Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπτερος -ος / -η -ο [ápteros] Ε17 : 1.(ζωολ.) που δεν έχει φτερά: Άπτερα έντομα. 2. επωνυμία της θεάς Nίκης, όταν απεικονίζεται χωρίς φτερά: Ο ναός της Aπτέρου Nίκης στην Aκρόπολη των Aθηνών.
[λόγ. < αρχ. ἄπτερος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπτερος, -η (& -ος), -ο [ápteros] (L)
- ① having no wings, wingless (syn αφτέρουγος):
- άπτερα έντομα, ζώα |
- Άπτερος Nίκη arche. statue of the goddess Athena depicted as a wingless goddess of victory and placed in a temple on the Acropolis of Athens (syn Aθηνά Nίκη)
- ⓐ fig unable to rise above the ordinary:
- με το "μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι" θα εννοούσε ο Iησούς τα ανθρωπάκια του θεού, τα άπτερα, τα αφιλόδοξα κλ (Palaiologos)
- ② AG archit having no lateral columns, apteral (ant περίπτερος):
- άπτερος ναός
[fr kath άπτερος ← AG ἄπτερος]
- ① having no wings, wingless (syn αφτέρουγος):