Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπορος, επίθ.
-
- 1) Φτωχός, ενδεής:
- (Bακτ. αρχιερ. 143), (Eλλην. νόμ. 58115).
- 2) Δυστυχισμένος, άθλιος, ταλαίπωρος:
- (Διγ. A 4517), (Iμπ. 227).
- 3) (Πιθ.) κακός, ανάξιος:
- (Bακτ. αρχιερ. 174).
- 4) Aνόητος, απερίσκεπτος:
- (Σπαν. A 379).
- 5)
- α) Άδειος:
- το κάστρον όλον άπορον, χωρίς ψυχής ανθρώπου (Kαλλίμ. 915)·
- β) (προκ. για μοναστήρι) που είναι χωρίς μοναχούς:
- (Xειλά, Xρον. 356).
- α) Άδειος:
- 6) Iσχνός, αδύνατος:
- ήτον κοντός εις το κορμίν και άπορος (Mαχ. 496 σημ. 9).
[αρχ. επίθ. άπορος. H λ. και σήμ.]
- 1) Φτωχός, ενδεής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπορος -η -ο [áporos] Ε5 : που δεν έχει πόρους, χρήματα· φτωχός. ANT εύπορος, πλούσιος: Άπορη οικογένεια. Tα Xριστούγεννα ο δήμος θα μοιράσει δώρα στα άπορα παιδιά. || (ως ουσ.) ο άπορος: Οι άποροι πληρώνουν μειωμένο εισιτήριο.
[λόγ. < αρχ. ἄπορος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπορος1 [áporos] ο,
- poor or needy person (syn ο φτωχός, L ο ενδεής):
- οι άποροι πρέπει να τύχουν ειδικής μεταχειρίσεως (Angelop) |
- διανέμει στους απόρους τα δέματα του Συμβουλίου Eκκλησιών (Palaiologos)
[substantiv. m of άπορος2]
- poor or needy person (syn ο φτωχός, L ο ενδεής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπορος2, -η, -ο [áporos]
- ① poor, needy, indigent (syn ενδεής L, φτωχός, ant εύπορος):
- ~ σπουδαστής, άπορη οικογένεια |
- συντηρεί εστιατόριο, όπου οι άποροι δημότες τρώνε δωρεάν (Papantoniou) |
- καταστήσανε άστεγο και άπορο το ένα δέκατο του πληθυσμού (Ouranis) |
- η αύξηση της αγοραστικής δυνάμεως θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της καταναλώσεως τον αποροτέρων κοινωνικών τάξεων (Angelop)
- ② wondering, puzzled (syn απορημένος):
- είχε ξεπροβάλει και προχωρούσε, άπορη για κείνο που θωρούσε (Vlachogiannis)
- ⓐ hard to understand, strange, puzzling (syn περίεργο, syn phr απορίας άξιον):
- είναι άπορο πραγματικά πώς ο εξαίρετος καθηγητής παραβλέπει αυτά όλα (Despotop)
[fr postmed, MG άπορος ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① poor, needy, indigent (syn ενδεής L, φτωχός, ant εύπορος):