Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπληστος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άπληστος, επίθ.
  • 1) Που δε χορταίνει, ακόρεστος:
    • (Προδρ. I 272).
  • 2) Έντονος, απέραντος:
    • άπληστος ηδονή (Διγ. Gr. 1806).
  • 3) Άφθονος:
    • του βάνουν … βαλσαμόλαιον άπληστον (Πόλ. Tρωάδ. 72).

[αρχ. επίθ. άπληστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άπληστος -η -ο [áplistos] Ε5 : 1.που δεν ικανοποιείται εύκολα, που συνεχώς θέλει περισσότερα· πλεονέκτης: ~ για χρήματα. ~ άνθρωπος, όσα κι αν κερδίσει δε χορταίνει. || Είναι ~ για μάθηση. 2. που εκφράζει απληστία, έντονη, ζωηρή, ακόρεστη επιθυμία για κτ.: Έριξε τριγύρω μια άπληστη ματιά. άπληστα ΕΠIΡΡ με απληστία: Έτρωγε ~. || Άκουγε / έβλεπε γύρω του ~· όλα ήταν καινούρια γι΄ αυτόν.

[λόγ. < αρχ. ἄπληστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπληστος1 [áplistos] ο, (L)
  • greedy or avaricious person (syn άρπαγας, πλεονέκτης):
    • ο Aργύρης είναι ο χρηματόδουλος και ο ~, ο Γιάννης το εκτελεστικό χέρι (Sachinis) |
    • οι πίνακες (του Pούμπενς) είναι η παραγωγή ενός αλκοολικού της σωματικής ομορφιάς κ' ενός απλήστου (Panagiotop)

[substantiv. m of άπληστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπληστος2, -η, -ο [áplistos] (L)
  • ① avaricious, greedy, covetous (syn αρπακτικός, πλεονέκτης):
    • ~ νοικοκύρης, συνεταίρος |
    • άπληστη ράτσα |
    • έχει άπληστες αξιώσεις, διαθέσεις |
    • δεν είναι ~ στα χρηματικά ζητήματα |
    • πολιορκητές άπληστοι για λαφυραγωγία |
    • σου παρεχώρησα το χρυσάφι για να πληρώσεις τις άπληστες λεγεώνες σου (Roussos) |
    • απελπισία ένοιωθε ο αδύνατος βλέποντας ότι ~ ο δυνατός ληστεύει τον επιούσιό του (Papanoutsos)
  • ② eager, desirous (syn πρόθυμος):
    • poem ~ να προσφέρει, και κάποτε μάλιστα πράγματα | που δεν του ανήκαν (Ritsos)
  • ③ fig insatiable, voracious, avid, boundless (syn ακόρεστος 2):
    • ~ έρωτας, πόθος |
    • άπληστη ματιά, μνήμη, περιέργεια, φλόγα |
    • άπληστο μάτι, πνεύμα |
    • πνευματικά άπληστη ύπαρξη |
    • μαθητές άπληστοι για μάθηση |
    • ψυχή άπληστη για έρωτα |
    • οι εντυπώσεις του μοιάζουν με εκπλήξεις μικρού παιδιού που έχει άπληστη την όραση (Charis) |
    • είχα σκύψει στα κείμενά τους, ~ να γευθώ ό,τι ιδιαίτερο ο καθένας θα μπορούσε να μου προσφέρει (Chatzinis) |
    • poem ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο, | ~ σαν το χόρτο .. (Seferis)

[fr kath άπληστος ← MG (Prodr etc), PatrG ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες