Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπιστος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
άπιστος, επίθ.· άπεστος.
  • 1) Που δεν μπορεί κανείς να τον εμπιστευθεί, αναξιόπιστος:
    • (Aσσίζ. 35111), (Xρον. Mορ. H 666).
  • 2) Που παραβαίνει τον όρκο του, επίορκος:
    • άνθρωπος άπεστος οπού εψεύστην τον όρκον του (Aσσίζ. 33423).
  • 3) Που δεν είναι νομοταγής, απειθάρχητος:
    • (Xρον. Mορ. H 4986).
  • 4) Που προδίδει τη συζυγική ή ερωτική πίστη:
    • (Eρωτοπ. 479).
  • 5) (Προκ. για έγγραφο) άκυρος:
    • χαρτίν άπιστον (Aσσίζ. 35529).
  • 6) Πλαστός, παραχαραγμένος:
    • Περί των χρυσοχών οπού χαράσσουν … άπιστας χαραγάς (Aσσίζ. 22915).
  • 7) (Προκ. για μετρικές μονάδες) ανακριβής, λειψός:
    • Περί εκείνου … τόν πιάνουν εις άπιστον μέτρον (Aσσίζ. 48120).
  • 8) (Προκ. για καταγγελία) ψεύτικος:
    • άπιστα αγκαλέματα (Aσσίζ. 2335).
  • 9)
    • α) (Προκ. για τους μη χριστιανούς) αλλόθρησκος:
      • παρ’ απίστων των Tουρκών … διωχθέντες (Kορων., Mπούας 13
    • β) (προκ. για χριστιανούς που δεν ανήκουν στο ίδιο δόγμα) ετερόδοξος, αιρετικός:
      • οι άπιστοι Pωμαίοι (Xρον. Mορ. H 833).

[αρχ. επίθ. άπιστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άπιστος -η -ο [ápistos] Ε5 : 1α.που δεν έχει θρησκευτική πίστη, που δεν είναι πιστός. || (έκφρ.) ~ Θωμάς*. β. (παρωχ.) που δεν πιστεύει στο χριστιανισμό, που ανήκει σε διαφορετικό θρήσκευμα, συνήθ. ως ουσ. οι άπιστοι, ιδίως για τους Tούρκους. 2. που προδίνει τη συζυγική ή την ερωτική πίστη: Είναι άπιστη στον άντρα της. || (ως ουσ.) ο άπιστος, θηλ. άπιστη: Θα τη σκοτώσω την άπιστη!

[2: αρχ. ἄπιστος `που δεν είναι να τον εμπιστευτείς΄· 1α: ελνστ. σημ.· 1β: μσν. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπιστος1 [ápistos] ο, gen απίστου & άπιστου
  • ① person lacking religious faith, unbeliever (ant ο πιστός):
    • φανατικός ~ |
    • κατηχώ άπιστους |
    • είναι σκοτεινό το σπήλαιο και δειλιάζουν κάποτε οι άπιστοι να μπούνε (Tsatsos) |
    • η λαμπάδα της Λαμπρής έχει κρυφή δύναμη, που οι άπιστοι και οι αστόχαστοι τη σκορπίζουν (Charis) |
    • ο ~ αρνιέται την ύπαρξη του Δημιουργού βασισμένος στη λογική (Kanellop, adapted) |
    • poem σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη, | ναι, του κόσμου ο λυτρωτής (Solom)
  • ② person not espousing one's religion, infidel (near-syn αλλόδοξος):
    • ο Bουδισμός κι ο Xριστιανισμός κήρυξαν πόλεμο στους άπιστους ή στους αιρετικούς (Evelpidis)
  • ⓐ specif non-Christian (syn αβάφτιστος 2, αντίχριστος1 2):
    • οι ωραίοι ιππότες της Mάλτας πολεμάνε τους άπιστους (Ouranis) |
    • με χρήματα ενός άπιστου μεγάλη κι ώρια εκκλησιά χτίστηκε (Sardelis) |
    • οι Σαμιώτες αντισταθήκανε και ρίξανε τον άπιστο στη θάλασσα (Petsalis) |
    • οι άπιστοι, δηλαδή οι μουσουλμάνοι, έλεγαν ότι οι χριστιανοί δεν τηρούν τους κανόνες του ευαγγελίου (Vacalop) |
    • folks. χύνεται με γυμνό σπαθί στων άπιστων τ' ασκέρια
  • ⓑ specif infidel, unbeliever, non-Muslim; Christian, raya (syn γκιαούρης, χριστιανός):
    • οι άπιστοι εδόθηκαν στη γη από τον Aλάχ για να δέχονται αστέναχτα τις τιμωρίες των αρχόντων (Karkavitsas) |
    • ήτανε τότε οι πιστοί του Iσλάμ και οι άπιστοι, εμείς (αυτοί που δεν προσκυνούσαν το μισοφέγγαρο) (Petsalis) |
    • το τζαμί είναι ένας τόπος κλειστός, που πόδι απίστου δε μπορεί να τον δρασκελίσει (Panagiotop)
  • ③ untrustworthy person, rascal (near-syn κατεργάρης):
    • πουθενά δεν είχε γεννηθεί υποψία· μια φορά μόνο λίγο έλειψε να την πάθει ο ~ (Xenop)

[fr postmed (Somavera) ο άπιστος ← PatrG, substantiv. m of AG (+) ἄπιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπιστος2, -η, -ο [ápistos]
  • ① unbelieving, disbelieving, incredulous, doubting (near-syn δύσπιστος, κακόπιστος, ant εύπιστος):
    • είναι ~ στον εαυτό του |
    • phr ~ Θωμάς a doubting Thomas |
    • μερικοί άπιστοι Θωμάδες, ενώ έβλεπαν μπροστά τους το θαύμα, δεν το πίστευαν (Kyriakidis) |
    • εκείνη, πάντα άπιστη, οσμιζόταν μιαν άλλη αλήθεια κρυμμένη πίσω απ' τα πέπλα (Venezis) |
    • poem άπιστο πλάσμα δυσκολοσυγκίνητο | .. | θα σου κλονίσουμε τη δυσπιστία σου (Papatsonis)
  • ⓐ characterized by lack of belief or by doubt:
    • σε τούτους τους άπιστους καιρούς οι μεγάλες ιδέες μάς κάνουν πολύ καλό (Karantonis)
  • ② lacking religious faith, ungodly, faithless, impious (near-syn άθεος, άθρησκος, ant πιστός):
    • ~ αστός, παπάς, ποιητής, φιλόσοφος |
    • άπιστοι λογισμοί |
    • μπήκε να προσκυνήσει με μια ευλάβεια, που είχε καιρό να αισθανθεί στην άπιστη ψυχή του (Nirvanas) |
    • στα πόδια του σπαρταρά η άγια και άπιστη πόλη, η Iερουσαλήμ (Athnasiadis-N) |
    • πού να μας βοηθήσουν οι θεοί· είμαστε άπιστοι, τι περιμένεις! (Kazantz)
  • ⓑ infidel, non-Christian (syn αντίχριστος2):
    • η άπιστη Mπαρμπαριά |
    • όταν ο Nικηφόρος Φωκάς πήρε το νησί, στρίμωξε σε μερικά χωριά τους άπιστους Σαρακηνούς (Kazantz) |
    • ο Πατριάρχης γράφει για τον άπιστο τον Ωριγένη (Papatsonis) |
    • ο Tούρκος είναι ~ αλλά είναι καλός αφέντης (Petsalis) |
    • folks. βγήκε ο Σωτήρης ~ κι αρνήθη το βαγγέλιο (DPetrop)
  • ③ unfaithful (in marriage etc):
    • ~ εραστής, άπιστη γυναίκα, ερωμένη |
    • μου δήλωσε πως ο άντρας της είναι ~, έχει φιλενάδα (Terzakis) |
    • στο παρακάτω καφενείο ο λόγος ήτανε για τις άπιστες γυναίκες (Prevelakis) |
    • θα γινόταν δικό του το λάγνο της κι άπιστο κορμί (Plaskovitis)
  • ⓒ untrustworthy, unreliable, treacherous (syn δολερός, μπαμπέσης, L ύπουλος):
    • ~ λόγος, άπιστη συντροφιά |
    • αυτός είναι άπιστο σκυλί he is a low-down skunk |
    • φοβήθηκα μη φανώ ψεύτης κι ~ (Makryg) |
    • κανείς δε στοχάζεται πως θα ήταν καλύτερα ν' αφήσει την καλλιέργεια της γης, για να πέσει στο άπιστο κύμα (Panagiotop) |
    • poem .. φεύγει εκείνος της μεθαύριο .. | για τ' άπιστα τα ξένα (Malakasis)

[fr postmed & MG άπιστος ← PatrG, K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες