Παράλληλη αναζήτηση
120 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπερ, επίρρ.
-
- Όπου:
- άπερ τον εκράτει ο βασιλέας εις φυλακήν του απέσω (Xρον. Mορ. H 7969).
[ουδ. της αρχ. αντων. όσπερ στον πληθ. ως επίρρ.]
- Όπου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Απέραθος [apéraθos] η, (& Aπύρανθος & Aπείραθος) geogr
- town on the island of Naxos (inhab Aπεραθίτης):
- στην Aπέραθο της Nάξου ξαναζωντανεύει κάθε αποκριά η ελληνική παράδοση.
- town on the island of Naxos (inhab Aπεραθίτης):
[Λεξικό Κριαρά]
- απέραμα το,
- βλ. πέραμα(ν).
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέραντα [apéranda] adv (L)
- ① infinitely, boundlessly (syn άπειρα 1):
- εντάσσει το άτομο μέσα σε μιαν ~ μακρά σειρά μορφών προγενέστερων και ατελέστερων (Papanoutsos) |
- ο χώρος της ψυχής πλάταινε ~ για να γιομίσει με την ασύγκριτη ευδαιμονία (Zitsaia) |
- poem .. η νύχτα λάμπει ~ απλωμένη (Sikel)
- ② immensely, extremely, greatly (syn άπειρα 2):
- ~γλυκός, θλιμμένος, καλός, φιλόδοξος |
- δεν νοιώθεις πόσο ~ γελοίος είσαι; (Karagatsis) |
- poem ξέρω πως έχω ~ χαρεί | τη νύχτα, το φεγγάρι και τ' αστέρια (Myrtiotissa)
[der of απέραντος]
- ① infinitely, boundlessly (syn άπειρα 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απέραντο [apérando] το, (L)
- ① boundlessness, limitlessness, immensity (syn άπειρο 3):
- το ανθρώπινο πλάσμα παίρνει το δρόμο του προς το αποκεκαλυμμένο και το ~ (Georgoulis, adapted) |
- εκεί είναι η γαλήνη της ψυχής, το ~ της μακαριότητας, η νάρκη του πόνου (Chourmouzios)
- ② the sky (or the skies) (syn άπειρο 4):
- βλέπομε τη βροχή να ζωγραφίζει μέσα στ' ~ αναρίθμητα κάγκελα κελλιών (Thrylos) |
- poem κ' έχουν οι δρόμοι και τα έργα τους και οι μέρες | κι όσα δεν έχουν των απέραντων οι αιθέρες (Palam)
[fr kath το απέραντον, this fr MG noun (cf εις απέραντον 'στο διηνεκές') ← PatrG, substantiv. n of AG, K ἀπέραντος]
- ① boundlessness, limitlessness, immensity (syn άπειρο 3):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεραντολογία η [aperandolojía] Ο25 : ανάπτυξη ενός θέματος χωρίς οικονομία λόγου, με πλατειασμούς και πολυλογίες: Έγραψε σελίδες και σελίδες ακατανόητης απεραντολογίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεραντολογία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεραντολογία [aperandoloyía] η, (L)
- wordiness, loquacity, verbosity, prolixity, garrulity (syn μακρολογία, πολυλογία, φλυαρία):
- ο θάνατος του ποιητή είχε δώσει αφορμή σε μια φιλολογία που έφτασε τα όρια της ανούσιας απεραντολογίας (Chatzinis) |
- η ~ του Σ.Ξ. δεν παρουσιάζει στιγμές κορύφωσης του ενδιαφέροντος ή έντονης δραματικότητας (Sachinis)
[fr kath απεραντολογία ← K]
- wordiness, loquacity, verbosity, prolixity, garrulity (syn μακρολογία, πολυλογία, φλυαρία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεραντολόγος -α -ο [aperandolóγos] Ε4 : που αναπτύσσει ένα θέμα χωρίς οικονομία λόγου, με πλατειασμούς και πολυλογίες. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἀπεραντολόγος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεραντόλογος, -η, -ο [aperandóloγos] (& Palam & Panagiotop etc απεραντολόγος -ο) (L)
- spoken or written in a loquacious style, wordy, verbose (syn μακρόλογος):
- οι απεραντόλογες σχολαστικές παρεκβάσεις είναι τόσο κουραστικές (Sachinis) |
- απεραντολόγες αναπτύξεις |
- την Aγία Γραφή της Mόσχας την παρουσιάζω στα "Παράκαιρα", στο απεραντολόγο τραγούδι του "Kελλιού" (Palam, adapted) |
- τώρα βρισκόμαστε μακριά από τ' απεραντολόγα οδοιπορικά του Δ. Xατζόπουλου (Panagiotop)
[fr kath (neol) απεραντόλογος; cf βραχύλογος, ολιγόλογος]
- spoken or written in a loquacious style, wordy, verbose (syn μακρόλογος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεραντολόγος, -ο [aperandolóγos] (& Sachinis απεραντόλογος, -η, -ο) (L)
- speaking prolixly, indulging in verbosity, verbose, loquacious, garrulous, long-winded (syn μακρολόγος, πολύλογος, φλύαρος):
- προκλητικός, ιταμός, ~, αερολόγος, ανοητολόγος, κακόπιστος, εμφανίζει την κυβέρνηση σε επίπεδο χειρότερο (Palaiologos) |
- δε θα τραγουδήσει συγκρατημένα και απλά αυτός ο ασυγκράτητος και ~ (Palam, adapted) |
- ο Σ.Ξ. υπήρξε ένας απεραντόλογος αφηγητής· δεν είχε τη συνείδηση του μέτρου (Sachinis)
[fr kath απεραντολόγος ← K, AG]
- speaking prolixly, indulging in verbosity, verbose, loquacious, garrulous, long-winded (syn μακρολόγος, πολύλογος, φλύαρος):