Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαγε [ápaye] dv (L)
- as excl of horror, far be it, certainly not (syn μακριά αποδώ):
- phr ~ της βλασφημίας! |
- όσο για τον Aισχύλο και τον Σοφοκλή, αυτοί είναι άθεοι· ~! (Petsalis)
[fr K, PatrG ἄπαγε 'id.', this fr AG ἄπαγε 'away, begone', 2nd sg of ἀπάγω]
- as excl of horror, far be it, certainly not (syn μακριά αποδώ):