Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άοικος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
άοικος, επίθ.
  • Aκατοίκητος:
    • εις αοίκους κλεισούρας (Διγ. Gr. 697).

[αρχ. επίθ. άοικος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες