Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άξυλος, -η, -ο [áksilos]
- lacking firewood, woodless:
- ~ τόπος |
- ολόκληρη περιοχή είναι άξυλη
[fr K, AG ἄξυλος, surviving in Pontic dial]
- lacking firewood, woodless: