Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άντληση η [ándlisi] Ο33 : η ενέργεια του αντλώ. 1. εξαγωγή νερού ή άλλου υγρού με αντλία ή με άλλο μέσο: H ~ νερού / πετρελαίου. 2. (μτφ.) απόκτηση: H ~ γνώσεων / πληροφοριών.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἄντλη(σις) -ση· 2: κατά το αντλώ2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντληση [ándlisi] η, gen άντλησης & kath αντλήσεως (L)
- ① (act of) pumping out, drawing up:
- ~ νερού από το πηγάδι |
- ~ πετρελαίου
- ② fig (act of) obtaining or deriving:
- πηγές αντλήσεως κεφαλαίων |
- ~ παιδευτικής τροφής από τους αρχαίους πολιτισμούς |
- ~ αξιών από το κλασικό πνεύμα |
- οι κλεφταρματολοί δεν εγκαταλείπουν το στόχο της άντλησης υλικών και κοινωνικών προσόδων από την κοινότητα
[fr kath άντλησις ← LK (pap) (1st-3rd c. AD)]
- ① (act of) pumping out, drawing up: