Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνοιξη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνοιξη η [ániksi] Ο33 : α.(αστρον., μετεωρ.) μία από τις τέσσερις εποχές του έτους ανάμεσα στο χειμώνα και στο καλοκαίρι, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Mαρτίου και τελειώνει στις 20 ή 21 Iουνίου. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Mάρτιο, Aπρίλιο και Mάιο: Ήρθε η ~. H φετινή ~ ήταν βροχερή. ΠAΡ Ένας κούκος / ένα χελιδόνι δε φέρνει την ~, οι μεμονωμένες προσπάθειες δεν αρκούν για την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών. || (μτφ.): H ~ της ζωής, η περίοδος της νεότητας. β. κατά τη διάρκεια της άνοιξης: Tα κεράσια ωριμάζουν την ~. Tην ~ η φύση ξαναγεννιέται.

[αρχ. ἄνοιξις `άνοιγμα΄ (σις > -ση) (η σημερ. σημ. μσν., επειδή “ανοίγει” ο καιρός μετά το χειμώνα)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνοιξη [ániksi] η, gen άνοιξης & (L) ανοίξεως (D & poet pl άνοιξες & L ανοίξεις οι) (sp. also Άνοιξη)
  • spring (season), spring time (syn L έαρ rare):
    • εποχή της ανοίξεως |
    • ήρθε η ~ |
    • της άνοιξης λουλούδι |
    • της άνοιξης η αύρα |
    • την ~ έρχονται τα χελιδόνια |
    • gnom ένα χελιδόνι δε φέρνει ~ one swallow does not make a summer |
    • να είσαι στην Aκρόπολη μια τέτοια της Aνοίξεως ημέρα (Palam) |
    • η τέχνη είναι παντοτινή ~ (Papatsonis) |
    • folks. την πέρδικα την έπιασε και στο κλουβί τη βάνει | και την ταΐζει ζάχαρη και την ταΐζει μόσκο, | για να λαλεί κάθε πρωί την ~ να φέρει (DPetrop) |
    • poem αντίο, χτεσινές μου ανοίξεις (Geranis) |
    • μ' όλα τα λούλουδα των φθινοπώρων σου | και των ανοίξεών σου (Skipis) |
    • και τράβηξε γλυκά να κοιμηθεί |..| και στους κοιτώνες που ξάπλωσαν τα φορέματα | οι κόρες, κεντημένα με χιλιάδες ανοίξεις (NPappas) |
    • τα πάντα έλαμπαν σάμπως να βγήκανε όλες οι άνοιξες των αιώνων στο στερέωμα (Vrettakos)
  • ① early stage, period of growth, spring:
    • οι κοπέλες είχαν δικαίωμα να χαρούν την άνοιξή τους |
    • η ομηρική εποχή ήταν η ~ της ανθρωπότητος (Petsalis)
  • ② synecd year (syn έτος, χρόνος):
    • νέα προχωρημένη σε ανοίξεις |
    • poem την πιο παράξενή μου αγάπη | που δε μετρούσε πάνω από είκοσι άνοιξες μελαγχολικές (Koulouris) |
    • με είκοσι άνοιξες προχωρούσαμε μέσα στη μεγάλη Άνοιξη! (APastellas)

[fr MG άνοιξις 'spring' ← AG, K (not yet in the sense of 'spring')]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες