Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμμι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
άμμια s. άμια.
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμίτης [amítis] ο,
  • sandstone (syn in αμμόλιθος) ; also as adj:
    • ~ λίθος 'id.'

[fr K ἀμμίτης (Pliny)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες