Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμεσος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμεσος -η -ο [ámesos] Ε5 : που γίνεται ή που υπάρχει χωρίς να παρεμβάλλεται κτ. άλλο και κυρίως: 1. πρόσωπο, πράγμα ή ενέργεια. ANT έμμεσος: Οι άμεσοι πρόγονοι / απόγονοι / κληρονόμοι κάποιου. Πρέπει να αναφερθείς πρώτα στον άμεσο προϊστάμενό σου. Άμεση επαφή με κτ. / αναφορά σε κτ. / κατηγορία εναντίον κάποιου. Άμεση μετάδοση / επικοινωνία / εκλογή / σχέση. Άμεση φορολογία, που γίνεται με βάση τα εισοδήματα. || προσωπικός: Άμεση αντίληψη για κτ. / συμμετοχή σε κτ. Άμεση γνώση / εμπειρία. || (γραμμ.): Άμεσο αντικείμενο, που κυρίως αυτό δέχεται την ενέργεια του ρήματος. || (φιλοσ.): Άμεση γνώση, που προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις. (λογ.) ~ συλλογισμός, που το συμπέρασμά του βγαίνει από μία μόνο κρίση. || (βιολ.): Άμεση γένεση, δημιουργία δύο τέλειων κυττάρων από διάσπαση ενός. 2. χρονικό διάστημα: Tο άμεσο μέλλον. ~ κίνδυνος. Aπαιτείται άμεση χειρουργική επέμβαση. Οι ενέργειες της αντιπολίτευσης προκάλεσαν την άμεση κυβερνητική αντίδραση. Yπάρχει άμεση ανάγκη για δράση. Άμεση Δράση*. άμεσα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Πήρε ~ μέρος στα γεγονότα. Δωμάτιο που επικοινωνεί ~ με την αυλή. Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον ~ με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου. αμέσως* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄμεσος `χωρίς ενδιάμεσο΄ & σημδ. γαλλ. immédiat, direct]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμεσος, -η (&-ος), -ο, [ámesos]
  • ① immediate, direct (ant έμμεσος):
    • άμεσο χτύπημα direct kick |
    • άμεση επικοινωνία |
    • άμεση παράδοση immediate delivery |
    • άμεσα έξοδα direct expenditures |
    • άμεσοι φόροι direct taxes (i.e. collected directly from taxpayers; ant έμμεσοι φόροι) |
    • άμεση δράση or ενέργεια immediate action |
    • άμεση εργασία direct labor |
    • άμεση παρατήρηση direct observation, άμεση σκόπευση direct laying (or pointing) |
    • άμεση συνεννόηση direct communication (by radio) |
    • άμεση υποστήριξη direct support; άμεση βολή, άμεσα πυρά direct fire |
    • άμεση διέγερση direct excitation, άμεση λήψη direct pick-up |
    • άμεση (μεταλλοεπαγωγική) σύζευξη direct coupling |
    • ο ~ σκοπός the immediate objective |
    • στην άμεση γειτονιά in the immediate vicinity |
    • άμεσο αντικείμενο ling, synt direct object (ant έμμεσο αντικείμενο) ; philos proximate object |
    • ~ συλλογισμός |
    • άμεσα δεδομένα της συνειδήσεως (αισθήματα, συναισθήματα, πάθη) |
    • άμεση έκφραση συναισθημάτων direct expression of feelings |
    • βρίσκουμε αμεσότερες δυτικές επιδράσεις και συγκεκριμένα γαλλικές |
    • άμεση αίσθηση, e.g. υποβάλλουν στον αναγνώστη την άμεση αίσθηση του χρόνου (Panagiotop) |
    • άμεση αισθητική απόλαυση |
    • άμεση αντίληψη |
    • ~ αντίχτυπος |
    • άμεση απάντηση |
    • άμεση απήχηση στην ψυχή του κοινού |
    • συναιρείται το άμεσο βίωμα με τα θησαυρίσματα της μνήμης (Papanoutsos) |
    • πρωταρχικά ή άμεσα δεδομένα (id.) |
    • κρατώ κάτι κάτω από τον άμεσο έλεγχό μου |
    • άμεση εμπειρία, e.g. μιλεί από άμεση εμπειρία, η έμπνευση πηγάζει από άμεση εμπειρία |
    • άμεσες διαπιστώσεις |
    • άμεση (προσωπική μου) εντύπωση |
    • άμεση ή έμμεση επίδραση |
    • βρίσκομαι σε άμεση επικοινωνία με κ. |
    • το θεό δεν τον γνωρίζομε έμμεσα, αλλά με άμεση θέα (Tatakis) |
    • μια απλή και άμεση κρίση |
    • άμεσο κριτήριο |
    • έχουμε άμεσες μαρτυρίες |
    • οι αξιοπιστότερες ιστορικές πηγές είναι οι άμεσες, τα γραπτά μνημεία (Vacalop) |
    • τεκμήρια άμεσα και έμμεσα |
    • οι χριστιανικοί πληθυσμοί υπέκυψαν στον άμεσο ή έμμεσο καταναγκασμό του τουρκικού περιβάλλοντος (Vacalop) |
    • άμεση μίμηση |
    • άμεση παρουσία του Θεού |
    • άμεσο φανέρωμα του εγώ |
    • παίζουν έναν άμεσο ρόλο |
    • άμεσοι σκοποί της ζωής |
    • νοιώθουμε με άμεση σύλληψη w. intuition |
    • η άμεση συμβολή του υπήρξε περίπου μηδαμινή (Thrylos) |
    • τα άμεσα (οικονομικά, πολιτικά κλ) συμφέροντα |
    • κατά τρόπο άμεσο |
    • άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία |
    • έχω λάβει προσωπικό κι άμεσο μέρος |
    • ο λόγος αναπτύσσεται ευθύτερος και αμεσότερος, καθώς στις "Eυμενίδες" (Panagiotop) |
    • άμεση είναι από τους δασκάλους μας η αμεσότερη έκφραση του ψυχικού μας κόσμου, η γλώσσα που μιλούμε (Delmouzos) |
    • αμεσότερη ένδειξη παρέχεται από τοιχογραφία (Pallas)
  • ⓐ very or most immediate:
    • άμεση ανταπόκριση very immediate response |
    • άμεση αντεπίθεση |
    • άμεσοι στόχοι, άμεση σκοπιμότητα |
    • άμεση επιτυχία |
    • άμεση απήχηση, e.g. οι μεγάλοι μουσουργοί βρήκαν άμεση απήχηση στο καλλιεργημένο κοινό |
    • βαθιές ανθρώπινες αλήθειες είχαν άμεση απήχηση (Melas) |
    • άμεση διδακτική ωφέλεια |
    • το μορφωτικό βιβλίο έχει άμεση και έμμεση ακτινοβολία |
    • η άμεση επιδίωξη του Pήγα |
    • τα άμεσα προβλήματα που μας θέτει η ζωή |
    • η συμφιλίωση ήταν άμεση |
    • σ' αυτά βρίσκεται η άμεση πηγή της πνευματικής μας ζωής (Papantoniou) |
    • το άμεσο μέλλον the most immediate future (syn το αμέσως προσεχές μέλλον) |
    • πριν από το απώτερο μέλλον υπάρχει το άμεσο παρόν (Palaiologos) |
    • οι άμεσοι πρόγονοι, e.g. ο μύθος είχεν αναπτυχθεί και πλουτισθεί από τη φλογερή φαντασία των αμεσότερων προγόνων (Papanoutsos) |
    • ο Pήγας δεν είχε αμεσότερη ανάμιξη στη σύνταξη των υπομνημάτων του Πέτροβιτς (Vranousis) |
    • αίτημα για την άμεση αυτοδιάθεση των Kυπρίων (Christidis) |
    • η συνάντηση των νέων είχε άμεση συνέπεια τον έρωτά τους |
    • ζητεί άμεσο αντάλλαγμα |
    • κήρυγμα κι άμεση πράξη επαναστατική κ' αιματηρή ο "Θούριος" (Melas)
  • ⓑ hanging over one's head, imminent (syn επικείμενος, επικρεμάμενος):
    • υπάρχει ~ κίνδυνος, e.g. ο ~ κίνδυνος πέρασε, βρίσκομαι σε άμεσο κίνδυνο, ο ολοκληρωτισμός αποτελούσε τον πιο άμεσο κίνδυνο
  • ⓒ prompt, instant (syn γρήγορος, σύντομος):
    • άμεση επέμβαση |
    • άμεση δράση prompt action |
    • άμεσα μέτρα prompt measures implemented |
    • ο δανειστής έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει την άμεση πληρωμή του χρέους (Christidis AK) |
    • άμεση θεραπεία instant therapy |
    • άμεση περίθαλψη |
    • ο λαός δεν θέλει προσπάθειες θεατρικές χωρίς άμεση αμοιβή (Thrylos) |
    • χτυπάτε παλαμάκια κ' έρχεται άμεση η ανταπόκριση |
    • "έφτασε" (Palaiologos)
  • ⓓ urgent (syn επείγων):
    • άμεση χρεία |
    • άμεση ανάγκη βοηθείας |
    • άμεσες ανάγκες, e.g. είναι και οι δύο αμεσότατες, επιτακτικές ανάγκες (Tsatsos) |
    • τα έργα των νεωτέρων συγγραφέων είναι πολύ πιο κατάλληλα για τις άμεσες ανάγκες (Vrettakos) |
    • στο γλωσσικό ζήτημα ο Kοραής ζήτησε να βρει μιαν άμεση επείγουσα λύση (Theotokas) |
    • προβλήματα ζητούν μια λύση άμεση
  • ② being in proximity, near, close (syn στενός, κοντινός):
    • άμεση γειτονία (or εγγύτητα) |
    • άμεση εποπτεία |
    • ~ δεσμός, e.g. διατηρούν άμεσους δεσμούς |
    • επηρεάζεσαι από τον άμεσο αυτό δεσμό μαζί του (Melas) |
    • άμεση σύνδεση με το κέντρο |
    • τα θέατρα βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση από το Δήμο της έδρας τους (Varikas) |
    • άμεση επαφή close contact, e.g. ήρθα σε άμεση επαφή με τα παιδιά |
    • ο συγγραφέας έρχεται σε άμεση επαφή με το κοινό (Thrylos) |
    • βρίσκεται σε άμεση επαφή με τη φύση (Panagiotop) |
    • οι παρατηρήσεις του καρδιναλίου βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την ιδέα του περί Θεού (Kanellop) |
    • άμεση σχέση, e.g. το θέμα έχει άμεση σχέση με τη μελέτη μου αυτή (Delmouzos) |
    • η τεχνοτροπία του δεν έχει άμεση σχέση με την τεχνοτροπία του Φρα Aτζέλικο (Kanellop) |
    • αμεσότερη φαίνεται ότι είναι η σχέση του αγαλματίου της Δρέσδης (Despinis) |
    • τα έργα της τέχνης του λόγου βρίσκονται σε συσχετισμό άμεσο ή έμμεσο με τα καλλιτεχνήματα των άλλων τεχνών (Papatsonis) |
    • συσχετίσεις βρίσκει αμεσότερες με τα βιολογικά φαινόμενα (Lambridi) |
    • δίνουν και μιαν άμεση απεικόνιση της σύγχρονής τους ζωής (Dimaras) |
    • θεωρούσε τη Φύση αμεσότατο πρότυπο του ωραίου (Kanellop)

[fr K, PatrG ἄμεσος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες