Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άμβλυνση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άμβλυνση η [ámvlinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αμβλύνω. ANT όξυνση: H ~ των αισθήσεων κατά το γήρας. H εξωτερική απειλή οδήγησε σε ~ των διαφορών κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως.

[λόγ. < μσν. άμβλυνσις < αμβλύν(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
άμβλυνση [ámvlinsi] η, (& rarely άμβλυση) (L)
  • blunting, dulling, obtusion (syn απάμβλυνση, εξασθένηση, μείωση, χαλάρωση, ant όξυνση):
    • ~ της ευαισθησίας obtusion of sensitiveness, e.g. οι επαναλήψεις φέρνουν μοιραία την ~ της ευαισθησίας |
    • ~ της ντροπής |
    • ~ των αντιθέσεων |
    • ~ των επικρίσεων |
    • το συναίσθημα μεταπίπτει από την ένταση στην ~ (Papanoutsos) |
    • τη βαρυστομάχιασαν (sc την τεχνοκριτική) και την εξανάγκασαν σε μια φυσιολογική ~ των αισθητηρίων τους και των κριτηρίων (Karantonis) |
    • (ο Mαρσέλ Προυστ) περιγράφει μέσα από δύο διαδοχικά όνειρα την βαθμιαία άμβλυση των αισθημάτων του ήρωά του (Mourelos) |
    • (το ανολοκλήρωτο μέσα μας) πότε επιτείνεται, αν τα περιστατικά ευνοούν την επίταση, πότε αμβλύνεται, αν επίσης τα περιστατικά επιτρέπουν την ~ (Panagiotop) |
    • την ~ και την τριβή συνεπιφέρει η υποταγή στο παραδεγμένο (Tsatsos) |
    • σήμερα τα αισθήματα αυτά της ανησυχίας για τη φθορά των γερών αξιών φαίνουνται να βρίσκουνται σε κάποια ~ (Spandonidis)

[fr άμβλυνσις (6th c. AD), der of αμβλύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες