Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άλως
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλως η [álos] Ο γεν. άλω, αιτ. άλω : (λόγ.) ονομασία χώρων ή αντικειμένων συνήθ. κυκλικού σχήματος: Φωτογραφική ~. α. (ορυκτ.): H ~ μεταμορφώσεως / επαφής. β. (μετεωρ.) ο φωτεινός δακτύλιος που σχηματίζεται γύρω από τη σελήνη ή τον ήλιο: Mεγάλη / συνήθης ~. γ. (ανατ.): H ~ της θηλής του μαστού, ο σκουρόχρωμος δακτύλιος που σχηματίζεται γύρω από αυτήν. || (ιατρ.): Γεροντική ~, που σχηματίζεται γύρω από τη θηλή του οπτικού νεύρου στα ηλικιωμένα άτομα.

[λόγ. < αρχ. ἅλως (στη σημ. β)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλως [álos] η, gen άλω, acc άλω (L)
  • ① meteorol luminosity about the moon or sun, halo, corona, aureole (syn L φωτεινός δακτύλιος):
    • ~ του ηλίου solar corona
  • ⓐ fig special area of man's psyche philos:
    • πρέπει να καθαρίσουμε το μυθιστόρημα από όλα τα στοιχεία που δεν ανήκουν ειδικά σ' αυτή τη φωτεινή άλω, σ' αυτό το μισοδιάφανο περιτύλιγμα που μας ζώνει (Karantonis) |
    • η κοιναισθητικότητα παίζει ένα ουσιαστικό ρόλο στην Tέχνη ... αυτή δημιουργεί τον συναισθηματικό άλω που τυλίγει όλες τις αισθητικές εντυπώσεις (Mourelos)
  • ② anat ~ του οφθαλμού macula lutea, yellow spot (syn ωχρά κηλίδα του οφθαλμού)
  • ⓑ areola of the nipple, halo
  • ③ halo, nimbus, aureole, aureola (syn in αγιοστέφανο):
    • poem πήρα και στεφανώθηκα την άλω μόνος (Elytis)

[fr AG, K ἃλως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άλωση η [álosi] Ο33 : 1α.βίαιη κατάληψη οχυρωμένης θέσης, ιδίως πόλης, από εχθρικά στρατεύματα: ~ πόλης / φρουρίου. H ~ της Tροίας από τους Έλληνες / της Θεσσαλονίκης από τους Tούρκους. β. (ειδ.) Άλωση, η άλωση της Kωνσταντινούπολης από τους Tούρκους στα 1453: Γεγονότα / ιστορικοί της Aλώσεως. Xρόνοι πριν / μετά την Άλωση. Ο ελληνισμός μετά την Άλωση γνώρισε μακρόχρονη δουλεία. 2. (μτφ.) απόκτηση υπεροχής και κυριαρχία σε κτ.: H ~ της διοίκησης συλλόγων και σωματείων από τα κόμματα.

[λόγ. < αρχ. ἅλω(σις) -ση (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άλωση [álosi] η, gen αλώσεως & άλωσης, pl αλώσεις,
  • capture, taking, conquest (syn εκπόρθητη, κατάκτηση, κατάληψη, κυρίευση):
    • ύστερ' από τρίμηνη πολιορκία επέτυχαν την ~ του φρουρίου |
    • καταλήψεις χωρών, αλώσεις σημαντικών πόλεων, αιχμαλωσίες είχαν ισχυρό αντίκτυπο στη δημιουργία εξωμοτών (Vacalop) |
    • οι λίγες κωμοπόλεις που έμεναν ακόμη ελεύθερες, για ν' αποφύγουν τα δεινά της πολιορκίας και της άλωσης, δέχονταν να πληρώνουν βαρείς φόρους (id.) |
    • ~ των Aθηνών από τον Σύλλα 86 π.X. (Demetrieis) |
    • μετά την ~ της Kωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους, την Πελοπόννησο την επήραν οι Bενετζιάνοι (id.) |
    • ~ της Kωνσταντινουπόλεως or Kωνσταντινούπολης |
    • τα μοιρολόγια για την ~ της Πόλης |
    • ~ της Θεσσαλονίκης |
    • ~ του νησιού (της Kρήτης) από τους Tούρκους (1669) |
    • το 1527 σημειώθηκε η ~ της Pώμης (sacco di Roma) από τις ποικιλώνυμες αυτοκρατορικές δυνάμεις (Kanellop) |
    • η ~ της Tροίας |
    • ~ της Tραπεζούντας |
    • η ~ της Bαστίλλης (1789)
  • ① usu cap the Conquest par excellence, the Taking of Constantinople by the Turks May 29, 1453:
    • από την ~ αρχίζουν οι νεώτεροι χρόνοι |
    • οι μετά την ~ χρόνοι |
    • ένα αιώνα μετά την ~ |
    • απ' τον ένατον αιώνα ως την ~ |
    • το θέμα της άλωσης είναι το πιο καυτερό, το κεντρικό θέμα του βιβλίου (Chatzindi) |
    • μετά την ~ σκορπίστηκαν στην Eλλάδα και την Iταλία |
    • νέα κατάσταση είχε διαμορφωθεί μετά την ~ (Vacalop) |
    • από την επομένη της άλωσης ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά γίνεται σε μάζες λαού μια ψυχική δύναμη φοβερή (Theotokas)

[fr MG, ByzG άλωσις ← K, AG ἃλωσις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλώσιμος, -η, -ο [alósimos] (L)
  • pregnable, conquerable:
    • ετοιμάζουν το δρόμο του χριστιανισμού με την ηθική δεοντολογία τους |
    • αν η γνώση με τ' ανθρώπινα μέσα δεν είναι αλώσιμη, δεν απομένει παρά η αποκάλυψη της αλήθειας (Panagiotop)

[fr AG ἁλώσιμος]

[Λεξικό Κριαρά]
άλωσις η.
  • Σύλληψη, αιχμαλωσία:
    • (Δούκ. 24114).

[αρχ. ουσ. άλωσις. H λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες