Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άκυκλος -η -ο [ákiklos] Ε5 : που δε σχηματίζεται σε κύκλο. || (χημ.): Άκυκλες ενώσεις, οργανικές ενώσεις που το μόριό τους περιέχει ανοιχτή αλυσίδα από άτομα άνθρακα. ANT κυκλικές.
[λόγ. α- 1 κύκλ(ος) -ος μτφρδ. αγγλ. acyclic < a- = α- 1 + cycl(e) < αρχ. κύκλ(ος) -ic = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άκυκλος, -η (& -ος), -ο [áciklos] neol chem
- acyclic:
- άκυκλoι ενώσεις acyclic compounds
[cpd w. κύκλος]
- acyclic: