Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άκοσμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άκοσμος -η -ο [ákozmos] Ε5 : που δεν είναι κόσμιος· απρεπής: Άκοσμη συμπεριφορά. άκοσμα ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε ~.

[λόγ. < αρχ. ἄκοσμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άκοσμος, -η, -ο [ákozmos] (L)
  • ① disorderly, unadorned (syn ακατάστατος, άτακτος):
    • η θεά είναι η λαγαρή παρουσία μιας υπερκόσμιας ηθικής δύναμης που υπόσχεται να βάλη ρυθμό και τάξη στην άκοσμη φύση (Miliadis)
  • ② improper, unseemly, indecorous (syn ανάρμοστος, ανοίκειος, απρεπής, αταίριαστος, ant κόσμιος, ευπρεπής):
    • άκοσμη συμπεριφορά |
    • άκοσμη και ανεύθυνη δημαγωγία |
    • δεν μπορείς να της φέρεσαι με τρόπο άκοσμο και βάναυσο (Theotokas) |
    • νόμισε πως ... ήτανε περιττό και άκοσμο να επαναλαμβάνη διαρκώς τα ίδια πράγματα (id.) |
    • να βάζωμε όλους τους ενόχους και όλες τις άκοσμες πράξεις στην ίδια κατηγορία ... είναι αθέμιτο και επικίνδυνο (Papanoutsos)

[fr K ἄκοσμος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες