Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άζω
18 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αζωγράφιστος -η -ο [azoγráfistos] Ε5 : που δεν έχει ζωγραφιστεί, δεν έχει διακοσμηθεί με ζωγραφιές: Οι αζωγράφιστοι τοίχοι της εκκλησιάς καλύπτονται με φορητές εικόνες.

[α- 1 ζωγραφισ- (ζωγραφίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζωγράφιστος, -η, -ο [azoγráfistos]
  • ① unpainted:
    • έμεινε το πορτραίτο σας αζωγράφιστο |
    • αζωγράφιστο τοπίο unpainted landscape |
    • ο ~ θεός του Σπινόζα εικονογραφημένος από τον Oυγκώ (Palam) |
    • poem αγνάντια στο αζωγράφιστο, στ' άπιαστο φάντασμά σου (id.) |
    • εσύ ατραγούδιστη κ' εσύ αζωγράφιστη πνοή (id.)
  • ② unadorned, undecorated w. paintings, frescoes, or designs (syn αδιακόσμητος):
    • ταβάνι αζωγράφιστο |
    • η εκκλησία θα ήταν πολύ πιο ωραία, αν δεν ήταν αζωγράφιστη

[cpd w. ζωγραφιστός: ζωγραφίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αζωγράφος ο,
βλ. ζωγράφος.
[Λεξικό Γεωργακά]
αζώγυρος [azóyiros] ο, (& αζώγυρας & αζώγερας, sp. also αζόγυρος) bot
  • bean trefoil, Anagyris foetida (syn ανάγυρος, βρωμοκλάδι, βρωμολυγαριά, βρωμόχορτο):
    • prov μη σειής τον αζώγερα |
    • poem και σ' είδαμε όνειρο βαρύ στα πρωτοΰπνια |...| και γύρω σ' έπνιγαν αζώγυρων περιβόλια (Palam) [fr MG αζώγυρος, this fr *οζώγυρος (cf dial οζώυρο, το) ← οζώ

[δης + ανά]γυρος, wherein οζώδης = δύσοσμος 'foetidus' of the scientific designation; K form ὀνόγυρος = ἀνάγυρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αζωικός -ή -ό [azoikós] Ε1 : (γεωλ.) που δεν έχει ίχνη ζωής: Aζωική περίοδος (της γης). ~ αιώνας, κατά τον οποίο δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί ζωή. Aζωικό έδαφος, που δεν έχει ίχνη, απολιθώματα παλαιότερης ζωής.

[λόγ. < γαλλ. azoique < a- = α- 1 + αρχ. ζῷ(ον) -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αζωικός, -ή, -ό [azoikós] (L) geol
  • having no life, azoic:
    • αζωική περίοδος της γης, αζωικό έδαφος, ~ αιών (the period before life had evolved)

[cpd w. ζωικός or der άζωος 'lifeless']

[Λεξικό Γεωργακά]
άζωνος, -η, -ο [ázonos]
  • not wearing a belt (syn άζωστος)

[cpd w. ζώνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άζωος -η -ο [ázoos] Ε5 : που δεν έχει ό,τι χαρακτηρίζει τη ζωή, δηλαδή ζωντάνια, κίνηση, ζωηράδα, δράση: Άζωη ζωή. || (μτφ.): Tίποτα δε μας προσφέρει η άπνοη και άζωη διδασκαλία των κλασικών κειμένων, η μοναχά γραμματική και ετυμολογική.

[λόγ. < ελνστ. ἄζῳος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άζωος, -η, -ο [ázoos] (L)
  • ① lacking life, lifeless, dead (syn νεκρός, ψόφιος, άψυχος ant ένζωος):
    • το σύμπαν της αισθητικής εμπειρίας είναι ξέχειλο από ζωή - δεν περιέχει ένζωα και άζωα, ζωντανά όντα και νεκρά αντικείμενα (Papanoutsos)
  • ② fig not lively, lifeless (syn αποναρκωμένος, ψόφιος):
    • να τος ο κάτω κόσμος της νέκρας, όπου η νεκρωμένη αγάπη περεχύνει ακόμη το φως της, για να του δώση κάποιαν άζωη ζωή (Psichari) |
    • την αντιπάθεια ... σταλάζει στη νέα ψυχή για τα κλασικά κείμενα η άπνοη και άζωη, η μοναχά γραμματική και ετυμολογική τους ερμηνεία (Tsatsos) |
    • επιμένουν να ζουν την άζωη ζωή τους με σπαραχτική εγκαρτέρηση (Panagiotop) |
    • άζωες (είναι γι' αυτή) οι μορφές των ανθρώπων (Spandonidis) poem η αβρή και αργή ψυχή μου | άζωη έκανε τη ζωή μου (Melachrinos)

[fr K, PatrG ἄζωος (sense 1) beside ἄζως]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αζώρ [azór] ο,
  • name of dog.
< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες