Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άδεντρος, -η, -ο [á∂endros] (& L άδενδρος)
- treeless, unwooded, bare (syn γυμνός, σπανός, φαλακρός, ψιλός):
- άδεντρα βουνά bare mountains |
- άδεντρη γη, άδεντρη εξοχή, άδεντρη έκταση |
- ~ τόπος |
- άδεντρη πλαγιά |
- άδεντρη ακτή |
- άδεντρες υπώρειες του βουνού |
- ~ κάμπος, άδεντρη πεδιάδα bare plain |
- άδεντρη περιοχή untimbered area |
- άδεντρη χώρα |
- άδεντρη και βραχώδης χώρα ruggedly barren land |
- προχωράς κι αρχίζει ο σκονισμένος ~ ανήφορος (Kazantz) |
- το άδεντρο, άνυδρο, απάνθρωπο φαράγγι που περνούσα (id.) |
- άδεντρο με την πέτρινή του αυστηρότητα το αντικρινό Mπούρτζι (Palaiologos) |
- poem στην άδεντρη κορφή του Ψηλορείτη (Xydis) |
- κι απόμεινεν ο τόπος μας άδενδρο περιβόλι (Zevgoli)
[fr L άδενδρος in late MG ← K ἄδενδρος]
- treeless, unwooded, bare (syn γυμνός, σπανός, φαλακρός, ψιλός):