Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγχώδης -ης -ες [aŋxóδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από άγχος. α. (για πρόσ.) που συχνά έχει άγχος: ~ άνθρωπος / τύπος. β. αγχωτικόςα: ~ επο χή. Ο ~ ρυθμός της ζωής.
[λόγ. άγχ(ος) -ώδης μτφρδ. γαλλ. angoisseux]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγχώδης, -ης, -ες [aŋxó∂is]
- full of anxiety or anguish, anxious, anguished:
- η ~ πραγματικότητα, εποχή, ζωή |
- ~ ρυθμός, αγχώδεις συνθήκες ζωής |
- περνούμε αγχώδεις στιγμές |
- ζω το αγχώδες συναίσθημα ότι κλ |
- συμμερίζομαι τους αγχώδεις φόβους |
- ~ αφήγηση |
- τα έργα (του Kαμύ) θα μείνουν... σαν κατασκευάσματα μιας φιλολογίας αγχώδους (EIR Taxidia) |
- υπάρχει κ' ένας εγκεφαλισμός εξίσου παράλογος και εξίσου ~ (id.) |
- του ζητά να της δώση... μια στάση απέναντι σε αγχώδη διλήμματα της σύγχρονης κοινωνίας (Theotokas) |
- (καινούργιες μορφές) έρχονται ν' αντικαταστήσουν τους παλαιούς τρόπους σ' αυτή την αγχώδη σχεδόν προσπάθεια του ανθρώπου ν' αλλάξη... καταστάσεις (Papanoutsos) |
- το γενετήσιο ένστικτο... εδημιούργησε αγχώδεις καταστάσεις (Panagiotop) |
- η αναζήτηση νέων μέσων για την έκφραση του σημερινού ανθρώπου και της σημερινής ζωής έχει καταντήσει μια υπόθεση ~, συχνά παράλογη (Chatzinis)
[neol, der of άγχος]
- full of anxiety or anguish, anxious, anguished:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγχώνω [aŋxóno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ άγχος: Mη με αγχώνεις με ανύπαρκτα διλήμματα. Aγχώνεται κάποιος εύκολα. Είναι αγχωμένος με τις εξετάσεις.
[λόγ. άγχ(ος) -ώνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγχωση η [áŋxosi] Ο33 : πρόκληση άγχους.
[λόγ. αγχω- (δες αγχώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. angoisse]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγχωση [áŋxosi] η, (& L άγχωσις) med
- anxiety (syn άγχος)
[cf αγχωτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγχωτικός -ή -ό [aŋxotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άγχος. α. που προκαλεί άγχος: Aγχωτικό δίλημμα / μυθιστόρημα. Aγχωτικές καταστάσεις / σκέψεις. β. (για πρόσ.) αγχώδης: ~ τύπος.
[λόγ. αγχω- (δες αγχώνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. angoissé]