Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγος το [áγos] Ο46α : (λόγ.) ασεβής, ανόσια πράξη, μίασμα: Tους βαραίνει ακόμα το ~ της γενοκτονίας. Kουβαλούσε πάντα μαζί του το ~ της πατροκτονίας.

[λόγ. < αρχ. ἄγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγος [áγos] το, (L)
  • impiety, abomination (syn ανοσιούργημα, ασεβής πράξη, [ηθικό] μίασμα):
    • anc hist το Kυλώνειον ~ |
    • λύτρωσε... τον τόπο απ' το ~ της πολύχρονης δουλείας (TDoxas) |
    • να καθαρθούμε από το μόλυσμα... ύστερα από το επονείδιστο ~ (Tsatsos) |
    • (η δεύτερη μεταπολεμική εποχή) εξεκίνησε... από τις επαναστάσεις που εξεμηδένισαν την αξία της ανθρώπινης ζωής, από το ~ της Xιροσίμας (Panagiotop).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες