Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγλωσσος -η -ο [áγlosos] Ε5 : που δε χρησιμοποιεί σωστά τη γλώσσα του ή που δεν έχει επαρκή γνώση της γλώσσας του: H ανεπαρκής γλωσσική διδασκαλία δημιουργεί άγλωσσα άτομα.
[λόγ. < αρχ. ἄγλωσσος `που δεν έχει ευφράδεια΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγλωσσος, -η, -ο [áγlosos]
- ① not having a tongue, tongueless
- ② not having speech, speechless, dumb, mute (syn άλαλος, αμίλητος, βωβός)
- ③ not using or written in one, or lacking a real, language:
- μια χώρα άγλωσση μέσα στην πολυγλωσσία της (sc η Eλλάδα) |
- ξεχωρίζομε τη σύγχυση των γλωσσών και το άγλωσσο ανακάτωμά τους (Delmouzos) |
- τα παιδιά τ' άφησα να γράφουν τις εκθέσεις στην άγλωσση γλώσσα τους (id.) |
- τα σχολικά αναγνώσματα... είναι νόθα κατασκευάσματα, κυριολεκτικά άγλωσσα (Andriotis) |
- τα κορίτσια... ήσαν παπαγάλοι άγλωσσοι (Geros)
- ④ lacking in eloquence, ineloquent (syn όχι εύγλωττος)
[fr AG ἄγλωσσος; cf εὔγλωττος]