Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβυσσος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άβυσσος η [ávisos] Ο36 : 1.σκοτεινό βάραθρο με αθέατο βάθος· χάσμα, κενό τεράστιο που δεν μπορεί να μετρηθεί: Όπως μείναμε στην άκρη του βράχου, κάτω από τα πόδια μας απλωνόταν μια ~. || (μτφ.): Tους χωρίζει ~, δεν μπορούν να συνεννοηθούν καθόλου, οι αντιλήψεις τους είναι εντελώς αντίθετες. ΦΡ ~ η ψυχή του ανθρώπου, μυστήριο. στο χείλος της αβύσσου, για επικείμενη καταστροφή. 2. (επιστ.) θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται σε βάθη από 2000 έως 6000 μέτρα περίπου. 3. το χάος, το άπειρο πριν από τη δημιουργία του κόσμου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄβυσσος ἡ (λαϊκό: ο άβυσσος, η άβυσσο)· 2: σημδ. γαλλ. abysse ή αγγλ. abyss (< αρχ. ἄβυσσος)· 3: ελνστ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβυσσος [ávisos] η, gen αβύσσου (L) (& region. & poet άβυσσο)
  • ① bottomless pit, abyss (also in ocean.):
    • η αγαθότη του Θεού είναι ~ της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς (Makryg) |
    • εισχωρούμε στους... κόσμους των θαλασσίων αβύσσων (Panagiotop) |
    • μας οδηγεί στην άβυσσο της καταστροφής (Tatakis) |
    • poem νερά χαριτωμένα | χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη (Solomos) graceful waters pour into the musk-scented abyss |
    • μπορεί στο λυτρωμό κι ας ήταν η άβυσσο, | μόνη στη μέση από τη θάλασσα (Palam)
  • ② great depth of lake, well etc
  • ⓐ innermost part, depth:
    • το βλέμμα τους βυθίζεται στην άβυσσο του ψυχικού των κόσμου (Papantoniou) |
    • θέαμα που φέρνει στην επιφάνεια... την άβυσσο της ψυχής (Papanoutsos) |
    • εκείνος... χάθηκε στην άβυσσο που κλείνει καθένας μέσα του (Lazaridis) |
    • poem μέσα στο βάθος της ανθρώπινης αβύσσου (Lefkis)
  • ⓑ great expanse or farthermost place:
    • κύματα... πέφτουν και χάνονται στην άβυσσο του χρόνου (Papanoutsos) |
    • η ~ της ιστορίας είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να χωρέση όλον τον κόσμο (Panagiotop) |
    • poem της ~ τα μάκρη (Gryparis, Sikel)
  • ③ deep chasm of earth (syn βάραθρο):
    • γλίστρησε κ' έπεσε στην άβυσσο he slipped and fell into the chasm |
    • phr είναι στο χείλος της αβύσσου he is on the edge of the abyss, on the vorge of collapse |
    • ήμουνα σα να στάθηκα στην άκρη ενός γκρεμού κ' ένα βήμα έφτανε για να με ρίξη στην άβυσσο (Palam) |
    • κάτω {της ανωφέρειας} έχασκαν άβυσσοι και παράστεκαν γκρεμοί (Nirvanas) |
    • μια ~ χάσκει πλάι στα πόδια του (Terzakis) |
    • poem και μυστικά στην ύπαρξή σου ενώνονται | άβυσσοι κι ουρανοί (Skipis)
  • ④ immense distance, greatest difference (syn χάσμα):
    • στις ιδέες τούς χωρίζει ~ |
    • το επεισόδιο άνοιξε άβυσσο μεταξύ τους |
    • άβυσσο ανάμεσά τους, καμιά συνεννόηση (Kazantz) |
    • η άβυσσο που χωρίζει τον άνθρωπο από τους θεούς νομίζονταν αυτονόητη (Kakridis transl of Nilsson)
  • ⓒ exceedingly large amount, great abundance, intensity:
    • έφαγε την άβυσσο (syn τον αβλέμονα, τον περίδρομο, τον άδη) |
    • τα σταφύλια είναι ~ εφέτος |
    • η ~ της απελπισίας the slough of despond |
    • η επίκριση άνοιγε μέσα του αβύσσους απόγνωσης (Panagiotop)

[fr MG ← K ← AG ἄβυσσος 'depth, abyss', origin. adj 'bottomless', this cpd fr ἀ- & βυσσός 'depth of sea': βυθός; cf ἄβυθος]

[Λεξικό Κριαρά]
άβυσσος (I) η· πληθ. άβυσσα τα.
  • 1)
    • α) Xάος:
      • η γης ήτον άβυσσος (Πεντ. Γέν. I 2
    • β) (μεταφ.) το αμέτρητο:
      • κι εμπαίνω σ’ άβυσσον χαράν κι άβυσσον λύπην ηύρα (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1188]).
  • 2) Bάθη, έγκατα της γης:
    • (Xούμνου, Kοσμογ. 1131).
  • 3) Kάτω κόσμος, άδης, κόλαση:
    • (Φορτουν. Iντ. α´ 95
    • εχθές εις άβυσσον και εις άδην επερπάτουν εκ της οργής σου το άπειρον (Λίβ. P 1723).
  • 4)
    • α) Θάλασσα:
      • τα ψάρια της αβύσσου (Πικατ. 410
    • β) άφθονα νερά:
      • βρύσες και άβυσσες εβγαίναν εις τον κάμπο (Πεντ. Δευτ. VIII 7).

[μτγν. ουσ. άβυσσος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
άβυσσος (II) ο.
  • Θάλασσα:
    • πετά με (ενν. το κύμα) εις τον άβυσσον της ποθοανελπισίας (Λίβ. N 1471).

[<ουσ. άβυσσος η με αλλαγή γένους. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες