Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβρα
24 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
άβρα η.
  • Θεραπαινίδα:
    • έδραμεν η μητέρα του απέξω από το κάστρον μετά τρεις άβρας (Διγ. Esc. 530).

[μτγν. ουσ. άβρα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβρά [avrá] adv (L)
  • subtly, tenderly, very courteously:
    • της φέρθηκε πολύ ~ |
    • είναι συνθεμένα αβρότατα από καλλιτέχνη συγγραφέα με πολλή μόρφωση και λεπτό πνεύμα (Palam) |
    • η τρυφερότητά του... διαχέεται ~ και επιγραμματικά στο φυσικό κάλλος (Peranthis) |
    • poem κ' ήτανε σα να ζούσε | σα να την είχε πάρει | του ύπνου η χάρη | εκεί που ~ λυγούσε | το πλαστικό κορμί (Palam) |
    • ως η Άρτεμη η Δαφναία, | την ώρα που οι Xάριτες ~ τη συντροφεύουν (Xydis) |
    • δε βρίσκουν τρόπον όμως να δείξουν τι ~ που αγγίζεις το κάθε πράμα (GKotzioulas)

[fr AG ἁβρά]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αβραάμ [avraám] ο, (& Aβράμ) Bibl
  • Abraham:
    • ο Θεός να σου δώση του ~ τα καλά (or τ' αγαθά)! |
    • ευχήθηκε στους φίλους του ν' αποκτήσουν τ' αγαθά του ~ (DLoucatos). Also as given name (rare)

[ultimately fr Hebr Abraham]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβράβευτος -η -ο [avráveftos] Ε5 : που δεν τον έχουν βραβεύσει, τιμήσει με βραβείο. ANT βραβευμένος: Tο έργο του έμεινε αβράβευτο. αβράβευτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 βραβεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβράβευτος, -η, -ο [avráveftos]
  • not given or not honored with, not having received, a prize:
    • προτιμώ την αβράβευτη ποίηση του Bιζυηνού (Melas)

[cpd w. βραβεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβράδιαστα [avrá∂jasta] adv
  • at a time before nightfall.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβράδιαστος -η -ο [avráδjastos] Ε5 : 1.που δεν τον βρίσκει το βράδυ. || (κατάρα) ~ να ΄ναι / ΄σαι, να μην τον / σε βρει το βράδυ ζωντανό. 2. (μτφ.) ατέλειωτος, συνήθ. στη ΦΡ μέρα αβράδιαστη, αποφράδα.

[α- 1 βραδιασ- (βραδιάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβράδιαστος, -η, -ο [avrá∂jastos] (sp. also αβράδυαστος & region. αβράδιαγος)
:
  • ήρθε ~ he arrived before evening |
  • phr ~ να 'ναι! or να μην τον εύρη ο χρόνος τον αβράδιαγο! (curse |
  • may he die before the end of the day!)
  • ① having no nightfall, never ending:
    • αβράδιαστη χαρά |
    • η αγάπη μας θα είναι αβράδιαστη

[cpd of βραδιάζω ← MG βραδυάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβράδυαστος, -η, -ο [avrá∂jastos]
  • s. αβράδιαστος.
[Λεξικό Γεωργακά]
άβρακος, -η, -ο [ávrakos] region.
  • having no breeches and fig destitute (syn αβράκωτος) .
< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες