Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Χριστός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Xριστός ο [xristós] Ο17 : ο Iησούς Xριστός, ο Yιός του Θεού, που σύμφω να με το χριστιανικό δόγμα ενσαρκώθηκε για να λυτρώσει τον άνθρω πο: H Γέννηση / η Σταύρωση / η Aνάσταση του Xριστού. || ως αφετηρία στη χρονολόγηση των χριστιανικών λαών στις εκφράσεις προ Xριστού ή π.X., πριν από τη γέννηση του Xριστού: Tο 480 π.X. μετά Xριστόν ή μ.X., ύστερα από τη γέννηση του Xριστού: Tο 330 μ.X. ΦΡ μετά Xριστόν προφήτης*. || (έκφρ.) του Xριστού, τη μέρα των Xριστουγέννων. τραβώ τα πάθη του Xριστού, βασανίζομαι πολύ. Iησούς ~ νικά κι όλα τα κακά σκορπά, για να αποτρέψουμε κάποιο κακό που μας απειλεί. (εκκλ.) ~ ανέστη, αναστάσιμος χαιρετισμός. (όρκος) μα το Xριστό (και την Παναγία)! || (ως επιφ.) Xριστέ μου! Xριστέ βοήθα! ~ και Παναγία / ~ κι Aπόστολος, για να εκφράσου με δυσάρεστη έκπληξη ή αποδοκιμασία. ~!, ευχή σε κπ. που πνίγεται από βήχα. || σε ΦΡ που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα κατεβά ζω* Xριστούς και Παναγίες. (λαϊκ.) βλέπω το Xριστό φαντάρο*. Xριστούλης ο YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. Χριστός (αρχική σημ.: `που έχει το χρίσμα, μυρωμένος΄ σημδ. του αραμ. Μεσσίας), αρχ. σημ.: `αλειμμένος΄· Χριστ(ός) -ούλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες