Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Υάκινθος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υάκινθος ο [iákinθos] Ο20α : καλλωπιστικό φυτό με λεπτά επιμήκη φύλλα και ευωδιαστά λουλούδια που σχηματίζουν ίουλο· ζουμπούλι: Mου αρέσουν οι υάκινθοι και αγόρασα μερικούς βολβούς για να τους φυτέψω. || το άνθος του παραπάνω φυτού.

[λόγ. < ελνστ. ὑάκινθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες