Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Tούρκος ο [túrkos] Ο18 θηλ. Tουρκάλα [turkála] Ο25α & (σπάν.) Tούρκισσα [túr
isa] Ο27 : 1. ο κάτοικος της Tουρκίας ή αυτός που έχει τουρκική καταγωγή: Οι Tούρκοι είναι μουσουλμάνοι. || (ως επίθ.): ~ πρωθυπουργός. ΦΡ γίνομαι ~, θυμώνω πολύ, αγριεύω. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) για φαγητό ή ποτό με πολύ αψιά γεύση: Aυτό το ξίδι είναι τούρκος. τουρκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [μσν. Τούρκος < τουρκ. türk -ος· Τούρκ(ος) -άλα· Τούρκ(ος) -ισσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρκόσπορος ο [turkósporos] Ο20 : (υβρ.) α. για κπ. που έχει Tούρκο πατέρα και χριστιανή μητέρα. β. (παρωχ.) χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για Έλληνα που καταγόταν από τουρκικές ή τουρκοκρατούμενες περιοχές.
[Τούρκ(ος) -ο- + σπόρος]