Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιναΐτης ο [sinaítis] Ο10 : μοναχός του ορθόδοξου μοναστηριού που είναι χτισμένο στο όρος Σινά. || (ως επίθ.): Σιναΐτες μοναχοί.
[λόγ. < γαλλ. sinaite < ελνστ. Σινᾶ (< εβρ. Sīnai) -ite = -ίτης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιναϊτικός -ή -ό [sinaitikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ορθόδοξο μοναστήρι το οποίο είναι χτισμένο στο όρος Σινά: ~ κώδικας.
[λόγ. < νλατ. sinaiticus < ελνστ. Σινᾶ (< εβρ. Sīnai) -iticus < -ίτ(ης) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινάπι το [sinápi] Ο44 : μονοετής ή πολυετής πόα που οι σπόροι της έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες και, σε μορφή αλεύρου, χρησιμοποιούνται για την παρασκευή μουστάρδας.
[ελνστ. σινάπιον υποκορ. του σίναπι (αρχ. νάπυ)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιναπισμός ο [sinapizmós] Ο17 : κατάπλασμα από σπόρους σιναπιού.
[λόγ. < ελνστ. σιναπισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιναπόσπορος ο [sinapósporos] Ο20 : ο σπόρος του σιναπιού.
[σινάπ(ι) -ο- + σπόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σινάφι το [sináfi] Ο44 : 1. (λαϊκότρ., παρωχ.) συντεχνία. 2. (μειωτ.) άτομα που ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη ή ομάδα: Στο ίδιο ~ είναι κι αυτός. Tον υποστηρίζει το ~ του.
[τουρκ. esnaf, πληθ. sιnιf (από τα αραβ.) -ι]