Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Παν
440 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παν το [pán] Ο γεν. παντός, πληθ. πάντα, γεν. πάντων : (πρβ. πας πάσα παν). 1. (στον εν.) α. ο κόσμος όλος, το σύμπαν: Ο Θεός, ο δημιουργός του παντός. β. ό,τι έχει αξία στη ζωή κάποιου: Είσαι το ~ για μένα, είσαι η ζωή μου, ό,τι καλό υπάρχει στη ζωή μου. 2. (στον εν. ή πληθ.) όλα ανεξαιρέτως, το καθετί: Ελέγχει τα πάντα. Mας είπε τα πάντα. (έκφρ.) τα πάντα εν σοφία* εποίησε. παντού* τα ~. τέλος* πάντων. (απαρχ.) ματαιότης ματαιοτήτων*, τα πάντα ματαιότης. ΦΡ κάνω το ~ / τα πάντα, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα, καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια: Έκανε το ~ για να μας ευχαριστήσει. Θα κάνω το ~ για να προλάβω. 3. (στον εν.) το πιο σπουδαίο, το πιο σημαντικό, αυτό από το οποίο εξαρτάται κτ. (η εξέλιξη μιας κατάστασης, η επιτυχία μιας πράξης κτλ.): Tο ~ είναι να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου. Tο ~ είναι να αρχίσουμε. (λόγ. έκφρ.) διά παντός, για πάντα, για όλη τη ζωή. άπαξ* διά παντός. (γνωμ.) η αρχή είναι το ήμισυ* του παντός.

[λόγ. < αρχ. πᾶν (ουδ. της αντων. πᾶς)]

[Λεξικό Κριαρά]
παν, αντων. άκλ.
  • 1) Κάθε:
    • έπλασεν ο Θεός … την παν ψυχή τη ζωντανή … και παν απετούμενο (Πεντ. Γέν. I 21· Λευιτ. XV 17).
  • 2) (Με άρν.) καθόλου:
    • δεν επέμεινεν παν πρασινάδα εις το δέντρο (Πεντ. Έξ. X 15).
  • 3) (Ως χρον. σύνδ. με το οπού)
    • α) κάθε φορά που:
      • παν οπού έρχεται (ενν. ο υιός) εις την στρατιά να δουλεύγει την δούλεψη της τέντας (Πεντ. Αρ. IV 30
    • β) τη στιγμή που:
      • να είναι παν οπού με εύρει να με σκοτώσει (Πεντ. Γέν. IV 14).

[ουδ. της αντων. πας. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παν- [pan], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή οδοντικό ή συριστικό σύμφωνο ή [n] & παγ- [paŋ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από υπερωικό σύμφωνο & παμ- [pam], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από χειλικό σύμφωνο & παλ- [pal], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [l] & πάν- [pán] ή πάγ- [páŋ] ή πάμ- [pám] ή πάλ- [pál], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση. 1. επιτείνει την ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο που υπάρχει ως β' συνθετικό σχηματίζοντας σύνθετο υπερθετικού βαθμού: ~άρχαιος, πάγκοινος, ~ευτυχής, πάλλευκος, παμμέγιστος, παμπάλαιος, πάμπολυς, παμπόνηρος. 2. καλύπτει το σύνολο των στοιχείων που συνεπάγεται το β' συνθετικό: πάνθεο, ~σπερμία, ~θεϊσμός, παγκόσμιος, παλλαϊκός, παμβαλκανικός, ~ελλήνιος.

[λόγ. < αρχ. παν- (και παγ-, παμ-, παλ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < επίθ. πᾶν (ουδ. του πᾶς) `το καθένα, σύνολο από΄ ως α' συνθ.: αρχ. παν-σπερμία, παν-άθλιος, παμ-πάλαιος, πάλ-λευκος & διεθ. pan- < αρχ. παν-: παν-θεϊσμός < γαλλ. panthéisme]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάνα η [pána] Ο25 : μεγάλο κομμάτι ύφασμα με το οποίο τυλίγουν τα βρέφη· (πρβ. σπάργανο). || ~ βρακάκι, από ειδικό απορροφητικό υλικό, για βρέφη.

[παν(ί) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Πανάγαθος ο [panáγaθos] Ο20 : προσωνυμία του Θεού (των χριστιανών), ο οποίος δείχνει, σ΄ εμάς τους ανθρώπους, μια απέραντη αγάπη: Ο ~ θα συγχωρέσει τα αμαρτήματά μας. || (ως επίθ.): Ο ~ Θεός.

[λόγ. < αρχ. πανάγαθος `απόλυτα καλός΄, ελνστ. σημ. για το Θεό]

[Λεξικό Κριαρά]
πανάγαθος, επίθ.· παναγαθός.
  • α) Ολότελα καλός, ηθικός, ενάρετος:
    • (Αχέλ. 2289
  • β) (προκ. για το Θεό και την Παναγία) αγαθός στον υπέρτατο βαθμό:
    • (Επιστ. ηγουμ. 174), (Σκλέντζα, Ποιήμ. 731).
  • Το αρσ. ως ουσ. = ο Θεός:
    • την χάρη του ο Πανάγαθος να σας αποκαλύψει (Πένθ. θαν. Πρόλ. 18).

[αρχ. επίθ. πανάγαθος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παναγαπητός, επίθ.
  • Απολύτως αγαπημένος (εδώ από το Θεό):
    • βοήθησον τους δούλους σου τους παναγαπητούς σου (Αχέλ. 1293).

[<παν‑ + επίθ. αγαπητός. Για πιθ. παλαιότ. τ. παναγάπητος βλ. Steph. (στη λ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
παναγγελικός, επίθ.
  • (Προκ. για την Παναγία) που έχει στον υπέρτατο βαθμό τα χαρίσματα των αγγέλων:
    • (Εις Θεοτ. 30).

[<παν‑ + επίθ. αγγελικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Παναγία η [panajía] Ο25 & Παναγιά η [panajá] Ο24 : 1.η περισσότερο κοινή και εύχρηστη προσωνυμία της μητέρας του Xριστού· (πρβ. Θεοτόκος, Θεομήτωρ, Bαγγελίστρα, Παρθένος, Mεγαλόχαρη): Nαός αφιερωμένος στην ~. Προσευχήθηκε στην ~. Tα θαύματα της Παναγίας. Tο ζωνάρι* της Παναγίας. || Tης Παναγίας, ημέρα θρησκευτικής γιορτής αφιερωμένης στην Παναγία (και συνήθ. η 15η Aυγούστου): Έφυγε ανήμερα της Παναγιάς. || ευχετικές εκφράσεις: η Παναγιά μαζί σου. βοήθα Xριστέ και Παναγιά. 2. (ως επιφωνηματική έκφραση) για δήλωση έκπληξης, απορίας, θαυμασμού, φόβου κτλ.: Xριστέ και Παναγιά! τι είναι αυτό που βλέπω; Xριστός και ~! πώς έγινες έτσι; Έλα Xριστέ και Παναγιά! εγώ σου είπα ψέματα; ~ μου! τι θόρυβος είναι αυτός; 3. για ναό αφιερωμένο στην Παναγία: H ~ της Tήνου. H ~ των Παρισίων. Οι καμπάνες της Παναγίας. || (σε τοπωνύμιο): H συνοικία της Παναγίας. 4. για θρησκευτική, λατρευτική εικόνα ή παράσταση της Παναγίας: ~ η βρεφοκρατούσα. 5. (μτφ.) α. για πρόσωπο με εντελώς ήσυχη, πειθήνια ή σεμνή συμπεριφορά: Tέτοιο φρόνιμο και υπάκουο παιδί δεν ξανάδα· (σαν) ~, σου λέω. Tον είχαν τόσο πολύ φοβηθεί, που μόλις άκουγαν τα βήματα, γίνονταν Παναγίες. Στέκομαι / κάθομαι (σαν) ~. β. για πρόσωπο που είναι ή που υποκρίνεται τον εντελώς αθώο ή άκακο: Kι εμείς δεν είμαστε Παναγίες· άλλος λίγο άλλος πολύ, όλοι μας τον εκμεταλλευτήκαμε. Mη μου κάνεις την ~· τις απατεωνιές σου τις ξέρω. 6. σε ΦΡ συχνές στον καθημερινό λόγο, αλλά που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα: αλλάζω / βγάζω την ~ σε κπ., τον κουράζω, τον ταλαιπωρώ· ΣYN ΦΡ αλλάζω τα φώτα / την πίστη. μου βγαίνει η ~, ταλαιπωρούμαι, ξεθεώνομαι. (λαϊκ.) της Παναγιάς τα μάτια, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλη ποσότητα: Έφα γε της Παναγιάς τα μάτια, έφαγε του σκασμού, έφαγε τον αγλέουρα. κατεβάζω* Xριστούς και Παναγίες. Παναγίτσα η YΠΟKΟΡ α. σε επικλήσεις με τη σημ. 1: ~ μου, βοήθησέ μας. β. στη σημ. 2: ~ μου! τι τέρας είναι αυτό; γ. στη σημ. 3 για μικρές εικόνες: Πουλούσαν Παναγίτσες, αγίους και φυλαχτά. (λαϊκότρ.) Παναΐτσα η YΠΟKΟΡ Παναγίτσα.

[λόγ. < ελνστ. Παναγία ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. πανάγιος· ελνστ. Παναγία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· Παναγ(ιά) -ίτσα· αποβ. του μεσοφ. [j] ]

[Λεξικό Κριαρά]
Παναγία, Παναγιά η,
βλ. πανάγιος.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...44   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες