Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόρφωμα το [mórfoma] Ο49 : χαρακτηρισμός των στοιχείων που αναπτύσσονται στα πλαίσια ενός ευρύτερου συνόλου: Kοινωνικά / ψυχικά / βιολογικά μορφώματα.
[λόγ. < αρχ. μόρφωμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μόρφωμα το.
-
- Μορφή, απεικόνιση μορφής (εδώ αγίων):
- των αγίων εικόνων τα μορφώματα (Παϊσ., Ιστ. Σινά 696).
[αρχ. ουσ. μόρφωμα. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Μορφή, απεικόνιση μορφής (εδώ αγίων):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορφωμένος -η -ο [morfoménos] Ε3 μππ. του μορφώνω : που έχει μορφωθεί, που έχει μόρφωση: ~ άνθρωπος. Tα παλιά χρόνια λίγες ήταν οι μορφωμένες γυναίκες. Όλοι στην οικογένειά του είναι μορφωμένοι. || (ως ουσ.) ο μορφωμένος, θηλ. μορφωμένη: Όλοι στο χωριό πρέπει να βοηθήσουν στη δημιουργία της βιβλιοθήκης και ιδιαίτερα οι μορφωμένοι.
[λόγ. μππ. του μορφώνω μτφρδ. γερμ. gebildet]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορφώνω [morfóno] -ομαι Ρ1 μππ. μορφωμένος* : 1. βελτιώνω κπ. πνευματικά και ηθικά, ιδίως με παροχή γνώσεων στο πλαίσιο της εκπαίδευσης: Θέλει να μορφώσει τα παιδιά του, να τα κάνει επιστήμονες. 2. (λόγ., σπάν.) δημιουργώ, διαμορφώνω: ~ γνώμη / άποψη.
[λόγ. < ελνστ. μορφ(ῶ) -ώνω `δίνω σχήμα ή μορφή΄ σημδ. γερμ. bilden]
[Λεξικό Κριαρά]
- μορφώνω.
-
- I. (Ενεργ.) δίνω (άλλη) μορφή, μεταμορφώνω:
- δράκων μορφώσας εαυτόν εις ευειδή παιδίον (Διγ. Z 2813).
- IΙ. Μέσ.
- 1) Παίρνω (άλλη) μορφή, μεταμορφώνομαι:
- ο αρχιστράτηγος στ' ανθρώπου την νεότην μορφώθην (Αχέλ. 2425)·
- (προκ. για το Χριστό):
- Εκείθεν το Θαβώριον, εν ῴ Χριστός εμορφώθη (Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 1005).
- 2) Αλλάζω (όψη), μεταβάλλομαι, διαμορφώνομαι σε …:
- υπάν στην εκκλησίαν με μορφωμένον πρόσωπον τάχα της ευσεβείας (Φυσιολ. (Legr.) 453 (έκδ. μ’ εμμορφ‑)).
- 1) Παίρνω (άλλη) μορφή, μεταμορφώνομαι:
[αρχ. μορφόω. Η λ. και σήμ.]
- I. (Ενεργ.) δίνω (άλλη) μορφή, μεταμορφώνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόρφωση η [mórfosi] Ο33 (χωρίς πληθ.) : α. πνευματική και ψυχική καλλιέργεια: Άνθρωπος με / χωρίς ~. Tο επίπεδο μόρφωσης κάθε ανθρώπου / λαού. β. κατοχή γνώσεων: Bαθιά / πλατιά / επιφανειακή ~. Γενική / επαγγελματική ~. Φιλοσοφική / ιστορική / φιλολογική / καλλιτεχνική / κοινωνική ~.
[λόγ. < ελνστ. μόρφω(σις) `σχηματισμός΄ -ση σημδ. γερμ. Bildung]
[Λεξικό Κριαρά]
- μόρφωσις η.
-
- 1) Μορφή, εξωτερική εμφάνιση· σχήμα:
- η γοργόνη γυναικός ευμόρφου πόρνης μόρφωσιν έχων (Φυσιολ. 36921)·
- Έστι ζώον λεγόμενον εχίνος μόρφωσιν έχον σφαίρας (Φυσιολ. 35018).
- 2) Εξωτερική παράσταση, όψη, ύφος:
- μόρφωσιν μεν έχοντες ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι (Φυσιολ. 3504‑5).
[μτγν. ουσ. μόρφωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Μορφή, εξωτερική εμφάνιση· σχήμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μορφωτικός -ή -ό [morfotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μόρφωση και ιδίως που συντελεί σ΄ αυτή: ~ σύλλογος. Mορφωτικές δραστηριότητες. Mορφωτικές σχέσεις μεταξύ δύο χωρών. Ο ~ ακόλουθος της πρεσβείας. Bιβλία / διαλέξεις μορφωτικού περιεχομένου. Mορφωτική επανάσταση, πολιτικό κίνημα στην Kίνα γύρω στο 1970.
μορφωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. μορφωτικός `που δίνει μορφή΄ κατά τη σημ. της λ. μόρφωση (μορφωτικός ακόλουθος: μτφρδ. γαλλ. attaché culturel)]