Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μολόχ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μολόχα η [molóxa] Ο25α : 1. ποώδες φυτό με άνθη συνήθ. ροζ ή ανοιχτού μοβ χρώματος, που το αφέψημά τους έχει ηρεμιστικές ιδιότητες: Άγριες μολόχες. || το άνθος της μολόχας. 2. το γεράνι.

[μσν. μολόχα < αρχ. μολόχ(η) μεταπλ. ]

[Λεξικό Κριαρά]
μολόχιον το· μολόγχι(ο)ν.
  • Το φυτό μολόχα (με φαρμακευτική χρ.):
    • (Σταφ., Ιατροσ. 8218).

[μτγν. ουσ. μολόχιον. Τ. ‑ιν σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες