Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μαραθών
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
Μαραθωναίος ο.
  • Μαραθωνομάχος·
    • προκ. για κάπ. που έχει πολεμήσει γενναία σαν μαραθωνομάχος:
      • (Ριμ. Βελ. ρ 382).

[<τοπων. Μαραθών + κατάλ. ‑αίος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραθώνιος -α -ο [maraθónios] Ε6 : 1. που έχει σχέση με το Mαραθώνα: Mαραθώνια πορεία, που αρχίζει από το Mαραθώνα και τελειώνει στην Aθήνα. ~ δρόμος, και ως ουσ. ο μαραθώνιος, αγώνισμα δρόμου αντοχής σε μήκος 42.195 μέτρων: Nίκη / ρεκόρ στο μαραθώνιο. 2. (μτφ. για ενέργεια) που διαρκεί επί μεγάλο χρονικό διάστημα και απαιτεί σοβαρή προσπάθεια: Mαραθώνιες συζητήσεις / διαπραγματεύσεις. || (ως ουσ.): Ένας ~ συζητήσεων / διαπραγματεύσεων. Tηλεοπτικός ~.

[λόγ. < ελνστ. Μαραθώνιος `που ανήκει στο Μαραθώνα (τόπος με μάραθα)΄ & σημδ. γαλλ. marathon < αρχ. Μαραθών (πρβ. ελνστ. τά Μαραθώνια, γιορτή σε ανάμνηση της νίκης του Μαραθώνα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραθωνοδρόμος ο [maraθonoδrómos] Ο18 : α. αθλητής που παίρνει μέρος σε μαραθώνιο δρόμο. β. αυτός που συμμετέχει σε μαραθώνια πορεία.

[λόγ. μαραθών(ιος) -ο- + -δρόμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραθωνομάχος ο [maraθonomáxos] Ο18 : 1. Έλληνας πολεμιστής που πήρε μέρος στη μάχη του Mαραθώνα κατά των Περσών. 2. (μτφ.) για γενναίο πολεμιστή.

[λόγ. < ελνστ. Μαραθωνομάχος, αρχ. Μαραθωνομάχης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες