Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κρόνος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Kρόνος ο [krónos] Ο18 (χωρίς πληθ.) : 1. στην αρχαία ελληνική μυθολογία, ο νεότερος γιος του Ουρανού και της Γης, πατέρας του Δία. (έκφρ.) ο ~ τρώει τα παιδιά του, για κπ. που προδίδει, καταδιώκει και εξοντώνει τα πρόσωπα που αυτός δημιούργησε και ανέδειξε. 2. (αστρον.) ένας από τους εννέα πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο έκτος κατά σειρά σε απόσταση από τον ήλιο.

[λόγ.: 1: αρχ. Κρόνος· 2: ελνστ. Κρόνος (αρχ. για τον πλανήτη: ὁ τοῦ Kρόνου (ενν. ἀστήρ))]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες