Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κρης
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρησάρα η [krisára] Ο25α : είδος κόσκινου με πυθμένα από πολύ λεπτό πλέγμα με το οποίο κοσκινίζουν το αλεύρι για να το ξεχωρίσουν από τα πίτουρα. ΦΡ περνάω κτ. από την ~, το εξετάζω, το ερευνώ με μεγάλη προσοχή.

[αρχ. κρησέρα, ίσως με παράλλ. τ. κρησάρα (πρβ. αρχ. διαλεκτ. κραἅρα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρησαρίζω [krisarízo] -ομαι Ρ2.1 : κοσκινίζω το αλεύρι με την κρησάρα.

[μσν. *κρησαρίζω (πρβ. μσν. κρησαρισμένος) < κρησάρ(α) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρησάρισμα το [krisárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρησαρίζω.

[κρησαρισ- (κρησαρίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κρησαρισμένος, μτχ. επίθ.
  • Kοσκινισμένος:
    • κύμινον κοπανισμένον και κρησαρισμένον (Σταφ., Iατροσ. 10288).

[μτχ. παρκ. του κρησαρίζω (Δημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κρησαροκόσκινον το,
βλ. καθαροκόσκινον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κρησφύγετο το [krisfíjeto] Ο41 : τόπος στον οποίο καταφεύγει κάποιος για να κρυφτεί και να σωθεί από τους διώκτες του: Tα βουνά ήταν ~ των ληστών. H αστυνομία ανακάλυψε το σπίτι που χρησιμοποιούσαν οι τρομοκράτες ως ~.

[λόγ. < αρχ. κρησφύγετον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες