Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Θήβαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηβαίικος -η -ο [θivéikos] Ε5 : (προφ.) θηβαϊκός: ~ γάμος, αναπαράσταση παραδοσιακού γάμου.

[αρχ. Θηβαῖ(ος) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηβαϊκός -ή -ό [θivaikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη Θήβα ή με τους Θηβαίους: Ο ~ κύκλος*. H θηβαϊκή γη.

[λόγ. < αρχ. Θηβαϊκός]

[Λεξικό Κριαρά]
Θηβαίος ο· Θηβιός· πληθ. Θηβοί.
  • Θηβαίος:
    • (Βίος Αλ. 1129), (Χρον. σουλτ. 764).

[αρχ. εθν. Θηβαίος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες