Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διόσκουροι οι [δióskuri] Ο19 : χαρακτηρισμός δύο ανθρώπων που συνδέονται με στενή φιλία ή που συνεργάζονται στενά, σε μετωνυμία από τους Διοσκούρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, τον Kάστορα και τον Πολυδεύκη.
[λόγ. < ελνστ. Διόσκουροι, αρχ. Διόσκοροι]