Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γερμανός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γερμανός, επίθ.
  • Που προέρχεται από τη Γερμανία:
    • εις καινήν χύτραν βαλών κοχλίας γερμανούς, έλαιον αφρικόν … (Ορνεοσ. αγρ. 56417).
  • Ως εθν. = ο κάτοικος της Γερμανίας:
    • Των Γερμανών … ο στρατός (Κορων., Μπούας 57).

[μτγν. επίθ. γερμανός. Η λ. και σήμ. ως εθν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες