Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αττάλεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
Αττάλεια [atália] η, geogr
  • town in S Asia Minor, Attaleia, Antalya:
    • μίσεψε από το νησί μας και πήγε να σμίξει με μια πιπεροχήρα στην ~ (Karkavitsas)

[fr kath Aττάλεια ← K, der of 0Aτταλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες