Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απολλώνιος, -α, -ο [apolónios] (sp. also απολλώνειος) (L)
- ① of, pertaining to, or reminiscent of, Apollo, apollonian:
- ~ ύμνος |
- απολλώνια δάφνη, θρησκεία, λύρα |
- απολλώνια κορμοστασιά, ομορφιά, χάρη |
- απολλώνιο μαντείο, σύμβολο, φως |
- αριστερά από το απολλώνιο τέμενος διακρίνονται τέσσερεις κολόνες (ChZalokostas) |
- poem .. με του κύκνου ήρθα τη φύση | την απολλώνια (Palam) |
- χάσαμεν .. την μορφή του, | που ήτανε μια απολλώνια οπτασία (Kavafis) |
- ο ήλιος εσκυθρώπασε μπροστά στα τόσα κάλλη, | τα κάλλη τ' απολλώνια (Karyotakis)
- ② = απολλωνιακός:
- ~ λόγος, ποιητής |
- απολλώνια αρμονία, γαλήνη, ηδονή, τέχνη |
- απολλώνιο πάθος, πνεύμα |
- ο Σωκράτης με τη διαλεχτική του σκότωσε την απολλώνια νηφαλιότητα και την διονυσιακή μέθη (Kazantz) |
- ερμήνευαν την απολλώνια αντίληψη του αρχαίου χορού, το μέτρο, την ευγένεια και την ευρυθμία (Moustoxydis) |
- η κλασικορομαντική ποίηση κυμαίνεται ανάμεσα στο απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο (Spandonidis)
[fr kath απολλώνιος ← K, AG]
- ① of, pertaining to, or reminiscent of, Apollo, apollonian: