Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Αίγυπτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
Αίγυπτος ο· Αίγυφτος, (Πεντ. Έξ. II 11).
– Βλ. και Γύφτος.
  • 1) O κάτοικος της Aιγύπτου:
    • (Θησ. A´ [63]).
  • 2) Τσιγγάνος:
    • γυρεύει ο ταπεινός ο Αίγυπτος τα παλαιοκόσκινά του (Κρασοπ. I 12).

[<εθν. Aιγύπτιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αίγυπτος [éyiptos] η, (& Aίγυπτο) gen Aιγύπτου & Aίγυπτος, geogr
  • Egypt:
    • τα παράλια της Aιγύπτου (της Aίγυπτος Kazantz) |
    • η Aίγυπτο είχε γιομίσει από ξένους στρατούς (Tsirkas)

[fr AG A­γυπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες