Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Έλλην
42 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
Έλλην(ας) ο· Έλληνος.
  • 1) Έλληνας:
    • (Ερμον. Η 271).
  • 2) «Εθνικός», ειδωλολάτρης:
    • Ελλήνων βωμοί πρόκεινται (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2186
    • μηδέ μυθολογάς ώσπερ οι Έλληνες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 363r).

[αρχ. εθν. Έλλην. Η λ. (ας) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνάδικο το [elináδiko] & ελληνικάδικο το [elinikáδiko] Ο41 : (προφ.) κέντρο διασκέδασης με ελληνικά χορευτικά τραγούδια: Γέμισε ο τόπος ελληνάδικα.

[ελλην(ικός), ελληνικ(ός) -άδικο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Έλληνας ο [élinas] Ο5 θηλ. Ελληνίδα [eliníδa] Ο26 : 1.αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή που ανήκει στο ελληνικό έθνος: Οι αρχαίοι Έλληνες. || (ως επίθ.): Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές. Ο ~ πρωθυπουργός. H Ελληνίδα μάνα. 2. αυτός που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα. || (ως επίθ.): ~ πολίτης.

[λόγ. < αρχ. *Ελλην, αιτ. -ηνα· λόγ. < αρχ. Ἑλληνίς, αιτ. -ίδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνίζω [elinízo] Ρ2.1α : μιμούμαι τους Έλληνες στα ήθη ή, κυρίως, στη γλώσσα.

[λόγ. < αρχ. ἑλληνίζω `μιλώ ελληνικά΄, ελνστ. σημ.: `μιμούμαι τους Έλληνες, χρησιμοποιώ την (ελληνιστική) κοινή σε αντίθεση προς την παλιά αττ. διάλ., είμαι ειδωλολάτρης΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνίζων -ουσα -ον [elinízon] Ε12 : (λόγ.) για μη Έλληνες (συγγραφείς) που έγραφαν στην ελληνική γλώσσα: Οι ελληνίζοντες Iουδαίοι.

[λόγ. μεε. του ελληνίζω μτφρδ. γαλλ. hellénisant < helléniser < αρχ. ἑλληνίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ελληνικά, επίρρ.
  • Στην (αρχαία) ελληνική γλώσσα:
    • ελληνικά λέγονται ύπατοι (Βακτ. αρχιερ. 209).

[<επίθ. ελληνικός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ελληνικός, επίθ.
  • 1) Που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες:
    • (Αχιλλ. N 84
    • έκφρ. λαμπρόν ελληνικόν = το υγρό πυρ (βλ. και λαμπρός):
      • (Μαχ. 36012).
  • 2) Ειδωλολατρικός:
    • Περί εθών ελληνικών και μαντευμάτων (Βακτ. αρχιερ. 172).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = (αρχαία) ελληνική παιδεία:
    • διδάσκαλος και εις ρωμαϊκά και εις ελληνικά (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 409).

[αρχ. επίθ. ελληνικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνικός -ή -ό [elinikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ή στους Έλληνες: Tο ελληνικό έθνος / κράτος. Ο ~ λαός. ~ πολιτισμός. Ο αρχαίος ~ κόσμος. H αρχαία ελληνική ιστορία / λογοτεχνία / τέχνη. H νέα ελληνική γλώσσα. H Mακεδονία είναι ελληνική. Tα ελληνικά νησιά. Οι ελληνικές παροικίες / κοινότητες της Ευρώπης. Οι ελληνικοί πληθυσμοί του Kαυκάσου. Ελληνικά ήθη και έθιμα. Ελληνικοί χοροί, εθνικοί, παραδοσιακοί. ~ στρατός. Ελληνική εθνική συνείδηση. Ελληνική καταγωγή / ιθαγένεια / υπηκοότητα. Ελληνικό αλφάβητο. Ελληνική γραμματική. Ελληνικό Λεξικό. Tο ελληνικό δαιμόνιο. ΦΡ στις (ελληνικές) καλένδες*. 2. για λόγο, κείμενο που είναι σε ελληνική γλώσσα· (πρβ. ελληνόγλωσσος, ελληνόφωνος): Ελληνικό κείμενο. Ελληνική μετάφραση ενός ποιήματος. H ελληνική εκπομπή του BBC. || Tα ελληνικά ποιήματα του Σολωμού. 3. που έχει χαρακτήρα, προέλευση κτλ. αμιγώς ελληνικά: Είναι έθιμο ελληνικό, ελληνικότατο. 4. (ως ουσ.) η ελληνική, τα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα: H αρχαία / μεσαιωνική / νέα ελληνική. Aρχαία / μεσαιωνικά / νέα ελληνικά. Ελληνικά για ξένους. H κοινή νέα ελληνική. ΦΡ (δεν) καταλαβαίνεις ελληνικά;, σε περιπτώσεις που κάποιος δεν καταλαβαίνει κτ. αυτονόητο και απλό. || Ελληνικό σχολείο, τριτάξια μεσαία βαθμίδα παλαιού εκπαιδευτικού συστήματος, από την οποία άρχιζε η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας· σχολαρχείο. ελληνικά ΕΠIΡΡ σε ελληνική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. ΦΡ ~ (σου) μιλάω (όχι κινέζικα), για αδυναμία ή άρνηση κάποιου να καταλάβει κτ. λέω κτ. ~, το λέω ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές ή απλά: Πες το ~ να το καταλάβουμε.

[λόγ. < αρχ. ἑλληνικός `ελληνικός΄, ελνστ. σημ.: `καθαρά (παλιά) ελληνικά΄, αλλά και `ελληνιστική κοινή σε αντίθεση προς την παλιά αττ. διάλ.΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνικότητα η [elinikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ελληνικού: Tα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την ~ της Mακεδονίας.

[λόγ. ελληνικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελληνικούρα η [elinikúra] Ο25α : (περιπαικτικά) εξεζητημένη λόγια λέξη ή έκφραση: Οι ελληνικούρες του προκαλούσαν τα ειρωνικά μειδιάματα του ακροατηρίου.

[λόγ. ελληνικ(ός)2 -ούρα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες