Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άπις
33 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
απισκόπευτος, επίθ.
  • (Προκ. για επισκοπή) που δεν έχει επίσκοπο, που ο επίσκοπός της δεν φροντίζει για το ποίμνιό του:
    • είμασθεν και απισκόπευτοι και αβασίλευτοι (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 24713).

[<στερ. α‑ + επισκοπεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απισσάριστος -η -ο [apisáristos] Ε5 : που δεν έχει καλυφθεί με πίσσα (για να στεγανοποιηθεί).

[α- 1 πισσαρισ- (πισσάρω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απίσσωτος -η -ο [apísotos] Ε5 : απισσάριστος.

[ελνστ. ἀπίσσωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απίσσωτος, -η, -ο [apísotos]
  • not covered w. tar, unpitched, untarred (syn ακατράμωτος, ant πισσωμένος):
    • απίσσωτο βαρέλι, σκοινί |
    • shipb απίσσωτο καράβι (syn ακαλαφάτιστο 1, απαλάμιστο)

[fr K (Strab.) ἀπίσσωτος, cpd w. K πισσωτός]

[Λεξικό Κριαρά]
άπιστα, επίρρ.
  • 1) Xωρίς ειλικρίνεια:
    • φέρνει την μαρτυρίαν άπιστα (Aσσίζ. 10031).
  • 2) Άδικα, αντικανονικά, παράνομα:
    • λέγει ότι αυτό το κρίσιμον ένι άπιστα λαλημένον (Aσσίζ. 46123).
  • 3) Mε δολιότητα:
    • έδωκάν του θάνατον άδικα και άπιστα (Mαχ. 6568).

[<επίθ. άπιστος. H λ. στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπιστα [ápista] adv
  • treacherously, perfidiously (syn μπαμπέσικα, ύπουλα):
    • παλιοί σύντροφοι ύστερα τονέ σκοτώσαν ~ (Vlachogiannis) |
    • κατάλαβα πως ~ θα μας φέρνονταν ο Mόσκοβος (Sardelis)

[fr postmed (Somavera) άπιστα ← MG (Assizes) άπιστα, der of PatrG, K, AG ἄπιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απίστευτα [apístefta] adv
  • incredibly, unbelievably, inconceivably (syn απίθανα 3, αφάνταστα):
    • ~ επίμονος, πλούσιος, φτηνός, ψύχραιμος, ωραίος |
    • ~ μεγάλη απόσταση, ξερό χώμα |
    • ~ γοητευτική μουσική, καλή υποδοχή |
    • ~ ποικίλες φορεσιές |
    • η κυβέρνηση αδρανεί ~ |
    • το βέλος του στοχασμού του ήταν υποχρεωμένο να φτάσει στο στόχο που μάκραινε ~ (Andronikos) |
    • κάτω απ' το τράβηγμα των χειλιών του ένοιωσε ~ γερά τα δόντια του (Plaskovitis) |
    • poem κ' έτσι ρουφούμε ~ | το νέκταρ των μακάρων (Palam) |
    • κ' έμεινε τόσο ~ μοναχική η ψυχή μου (Polydouri)

[fr postmed (Somavera) απίστευτα, der of απίστευτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απίστευτο [apístefto] το, (L)
  • ① sth incredible (ant το πιστευτό):
    • στα χρόνια μας έγινε αυτό το παράδοξο και το ~ |
    • μας έφεραν κοντά στα κείμενα της λογοτεχνίας μας οι δάσκαλοι των ξένων γλωσσών (Charis) |
    • τα χριστουγεννιάτικα καρτ ποστάλ σε κάνουν να πιστέψεις στα απίστευτα· να πιστέψεις στην ευτυχία και στο θαύμα (Athanasiadis-N)
  • ② incredibility, admirableness:
    • το θαυμαστό και ~ του κλέφτικου τραγουδιού είναι η δημιουργία του λεύτερου ατόμου (Apostolakis) |
    • αυτό το θαύμα γίνεται μνήμη, μια οδοιπορία ίσαμε τα σύνορα του απίστευτου (Panagiotop)

[fr kath το απίστευτον substantiv. n of απίστευτος]

[Λεξικό Κριαρά]
απίστευτος, επίθ.· ανεπίστευτος.
  • Που δεν μπορεί να τον πιστέψει κανείς:
    • ανέν και πω κι απίστευτο, ’ς τούτο συμπάθησέ μου (Eρωφ. A´ 222).

[<στερ. α‑ + πιστεύω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απίστευτος -η -ο [apísteftos] Ε5 : που δεν μπορεί κανείς να τον πιστέψει, που δε γίνεται εύκολα πιστευτός· συνήθ. λειτουργεί επιτατικά με θετική κυρίως, αλλά και με αρνητική σημασία, ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής: Aυτά που μου λες είναι απίστευτα. Tο θράσος του είναι κάτι το απίστευτο, πρωτοφανές, πρωτάκουστο. Είχα μια απίστευτη τύχη, εκπληκτική. || (απρόσ.): Είναι απίστευτο το τι έκανε μέσα σε δύο χρόνια / πώς μου φέρθηκε. || απίστευτο!, ως επιφώνημα έκπληξης. απίστευτα ΕΠIΡΡ ως επιτατικό της σημασίας επιθέτου: Έμεινε ξαφνικά ~ μόνος.

[μσν. απίστευτος < α- 1 πιστεύ(ω) -τος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες