Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Άμμων
12 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άμμων [ámon] ο, (& Άμμωνας) anc relig & hist
  • Ammon, Amun, god of anc. Egyptians:
    • ο ~ χώριζε τους Aιγυπτίους από όλους τους λαούς (Kazantz) |
    • ο μέγιστος Άμμωνας (Panagiotop) |
    • Άμμωνας Δίας στη Λιβύη (id.) |
    • poem Άμμωνα της λευκής σιωπής, | Άμμωνα σκυθρωπέ της Λιβύης, | Άμμωνα της Θήβας της εκατόμπυλης (id.)

[fr AG 0Aμμων ← Egypt. Amun, earlier Amana]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αμμώνειο [amónio] το, anc
  • oracular shrine of Ammon in the Libyan desert

[fr AG Aμμώνειον, der of 0Aμμων]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμωνία η [amonía] Ο25 : (χημ.) άχρωμο αέριο με έντονη και χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από την ένωση του αζώτου με υδρογόνο. || διάλυμα αμμωνίας σε νερό που χρησιμοποιείται συνήθ. ως πρόχειρο θεραπευτικό μέσο: Yγρή / καυστική ~.

[λόγ. αντδ. < νλατ. ammonia < ελνστ. (ἅλας) Ἀμμωνιακόν (δες στο αμμωνιακός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμωνία [amonía] η, chem
  • ammonia (NH3):
    • καυστική ~ caustic ammonia |
    • ~ με ευχάριστη οσμή (π.χ. λεβάντα) smelling-salts |
    • εισπνέω ~sniff at a bottle of salts

[neol, der of Άμμων]

[Λεξικό Κριαρά]
αμμωνιακόν το.
  • Tο χλωριούχο αμμώνιο, χρήσιμο στη φαρμακευτική, κ.α.:
    • (Iερακοσ. 39526).

[μτγν. ουσ. αμμωνιακόν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμωνιακός -ή -ό [amoniakós] Ε1 : που αναφέρεται στην αμμωνία, που περιέχει αμμωνία ή που παράγεται από αυτή: Aμμωνιακό άλας, εμπορική ονομασία του χλωριούχου αμμωνίου.

[λόγ. < ελνστ. ἅλας Ἀμμωνιακόν < Ἄμμων, επειδή παραγόταν κοντά σε ναό του θεού Άμμωνα στην Aίγυπτο]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμωνιακός, -ή, -ό [amoniakós] (L) chem
  • of ammonium, ammoniacal:
    • γόμα αμμωνιακή (L αμμωνιακόν κόμμι) gum ammoniac |
    • αμμωνιακόν άλας ammonia salt, sal ammoniac (syn νισαντίρι) |
    • αμμωνιακό διάλυμα ammoniacal solution |
    • αμμωνιακόν ύδωρ ammonia liquor

[fr LK ἀμμωνιακός, der of ἀμμωνία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμμώνιο το [amónio] Ο40 : (χημ.) ένωση του αζώτου με υδρογόνο που παράγεται κατά τη διάλυση αεριούχου αμμωνίας σε νερό: Aνθρακικό / νιτρικό / χλωριούχο ~.

[λόγ. < νλατ. ammonium < ammon(ia) = αμμων(ία) -ium = -ιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμώνιο [amónio] το, (& αμμώνιον) (L) chem
  • ammonium:
    • ανθρακικόν αμμώνιον |
    • αμμώνιον νιτρικόν |
    • αμμώνιον χλωριούχον

[NL ammonium]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμμωνιούχος, -ος, -ο [amoniúxos] (L)
  • containing ammonia, ammoniac

[der of αμμωνία w. -ούχος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες