Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο7 (νικητής, νικητή, νικητές)
642 εγγραφές [1 - 10]
αγνωστικιστής ο [aγnostikistís] Ο7 θηλ. αγνωστικίστρια [aγnostikístria] Ο27 : οπαδός του αγνωστικισμού: Ο φιλόσοφος Kαντ ήταν ~.

[λόγ. < αγγλ. agnostic < a- = α- 1 + gnostic = γνωστικ(ός) 2 -ιστής· λόγ. αγνωστικι σ(τής) -τρια]

αγοραστής ο [aγorastís] Ο7 θηλ. αγοράστρια [aγorástria] Ο27 : αυτός που αγόρασε ή που ενδιαφέρεται να αγοράσει κτ. ANT πωλητής: Συμβόλαιο / συμφωνία μεταξύ αγοραστή και πωλητή. Tο βιβλίο αυτό μάταια περιμένει αγοραστή. Δε φάνηκε ακόμα κανένας ~ για το σπίτι.

[ελνστ. ἀγοραστής, αρχ. σημ.: `δούλος επιφορτισμένος με τα ψώνια΄· λόγ. αγορα σ(τής) -τρια]

αγορητής ο [aγoritís] Ο7 θηλ. αγορήτρια [aγorítria] Ο27 : (λόγ.) αυτός που εκφωνεί λόγο σε δημόσια συγκέντρωση· ρήτορας: Aνέβηκε στο βήμα του αγορητή για να μιλήσει. Ειδικός ~ στη Bουλή, βουλευτής που ορίζεται από το κόμμα του για να αναπτύξει ένα συγκεκριμένο θέμα.

[λόγ. < αρχ. ἀγορητής· λόγ. αγορη(τής) -τρια]

αγωνιστής ο [aγonistís] Ο7 θηλ. αγωνίστρια [aγonístria] Ο27 : αυτός που αγωνίστηκε ή που αγωνίζεται για την πραγματοποίηση ενός αξιόλογου σκοπού, ιδανικού, ιδεολογίας κτλ.· (πρβ. μαχητής): Ένας ~ της ελευθερίας / του δημοτικισμού / της αρετής. Οι αγωνιστές της αριστεράς / της εθνικής αντίσταστης. || πολεμιστής: ~ του 1821.

[λόγ. < αρχ. ἀγωνιστής· λόγ. < ελνστ. ἀγωνίστρια]

αερομοντελιστής ο [aeromodelistís] Ο7 θηλ. αερομοντελίστρια [aeromo delístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται με τον αερομοντελισμό.

[λόγ. αερομοντελ(ισμός) -ιστής· λόγ. αερομοντελισ(τής) -τρια]

αεροπειρατής ο [aeropiratís] Ο7 θηλ. αεροπειρατίνα [aeropiratína] Ο26 : αυτός που κάνει αεροπειρατεία: Οι αεροπειρατές ζητούν την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων και λύτρα.

[λόγ. αερο- + πειρατής μτφρδ. αγγλ. air pirate· αεροπειρατ(ής) -ίνα]

αεροσυμπιεστής ο [aerosimbiestís] Ο7 : μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη συμπίεση διάφορων αερίων ή για την παροχή πεπιεσμένου αέρα.

[λόγ. αερο- + συμπιεστής]

αθεϊστής ο [aθeistís] Ο7 θηλ. αθεΐστρια [aθeístria] Ο27 : αυτός που πιστεύει ή που υποστηρίζει αθεϊστικές θεωρίες· άθεος: Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο ~ Διαγόρας κατηγορήθηκαν για ασέβεια.

[λόγ. < γαλλ. athéiste < athé(isme) = αθε(ϊσμός) -iste = -ιστής· λόγ. αθεϊσ(τής) -τρια]

αθλητής ο [aθlitís] Ο7 θηλ. αθλήτρια [aθlítria] Ο27 : 1.αυτός που ασκείται συστηματικά με ένα ή περισσότερα αθλήματα και συνήθ. συμμετέχει σε αθλητικούς αγώνες: Προπόνηση του αθλητή. Οι Έλληνες αθλητές κέρδισαν αρκετά μετάλλια στους ολυμπιακούς αγώνες του 1996. || (ιατρ.): Πόδι αθλητή, για είδος μυκητίασης στο πόδι. 2. (λόγ., μτφ.): ~ του Xριστού / της χριστιανικής πίστεως, αυτός που πιστεύει έντονα και αγωνίζεται για τη χριστιανική πίστη.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀθλητής· 2: ελνστ. σημ.· λόγ. < ελνστ. ἀθλήτρια]

αισθητής ο [esθitís] Ο7 : (σπάν.) οπαδός του αισθητισμού.

[λόγ. < αρχ. αἰσθητής `που αντιλαμβάνεται΄ σημδ. γαλλ. esthète < esthétique = αισθητική]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...65   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες